Τρίτη 29 Αυγούστου 2017

Η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας του Παγκάλου (1925-1926)

Η εξωτερική πολιτική της δικτατορίας του Παγκάλου (1925-1926)



Θεόδωρος Πάγκαλος
γράφει ο ταγματάρχης πεζικού κ. Ανέστης Ανέστης
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, η υπάρχουσα τότε γενιά σφράγισε με τη ζωή και το πάθος την επέκταση του Ελληνικού κράτους έχοντας ως όραμα την Μεγάλη Ιδέα. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος αποτελεί έναν από τους πιο διακεκριμένους εκπροσώπους αυτής της γενιάς. Οργανωτικός νους της Επανάστασης στο Γουδί (1909), κορυφαίος επιτελικός της εξόρμησης του 1912-1913 και της νίκης στο Μακεδονικό μέτωπο (1918), γενικός επιτελάρχης της λαμπρής περιόδου της μικρασιατικής εκστρατείας, ο Πάγκαλος ξεχώρισε τις τραγικές ώρες της Μικρασιατικής Καταστροφής δημιουργώντας την περίφημη «ΣΤΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΒΡΟΥ», ανασυγκροτώντας τον ηττημένο στρατό και επιβάλλοντας μια έντιμη ειρήνη.

Τον Ιούνιο του 1925 εκδηλώθηκε πραξικόπημα από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, ο οποίος κατήργησε το κοινοβουλευτικό σύστημα και συγκέντρωσε στο πρόσωπό του, όλες τις εξουσίες και κατήργησε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων και απέτυχε σε όλους τους τομείς της διοίκησης.[1]
Πιο αναλυτικά στην ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου, η δικτατορία που επέβαλε, χαρακτηρίζεται στο πλαίσιο της εσωτερικής πολιτικής από :
α. Την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών και την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου.
β. Τις διώξεις πολιτικών προσώπων και της ελευθερίας του τύπου.
γ .Την σύναψη εσωτερικού δανείου, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό ιδιαίτερα σημαντικό, αν αναλογιστούμε τον αριθμό των προσφύγων στην Ελλάδα.



Ενώ στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής  υιοθέτησε εθνικιστική ρητορεία, δημιουργώντας συγκρούσεις με τα γειτονικά κράτη . Η συμφωνία με την Γιουγκοσλαβία, η αποπληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Βουλγαρία, καθώς και οι φιλικές σχέσεις με την Ιταλία, πραγματοποιήθηκαν προκειμένου να εξασφαλιστούν[3] τα σύνορα έτσι ώστε η Ελλάδα να κηρύξει πόλεμο προς την Τουρκία, η οποία εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε πρόβλημα με το Ιράκ σχετικά με την χάραξη των συνόρων τους.
Τα συσσωρευμένα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, η λογοκρισία στον Τύπο και οι εκτοπίσεις σε νησιά πολιτικών αρχηγών, προκάλεσαν  αντιδράσεις στον πολιτικό κόσμο αλλά και στο στρατό. Ο Γεώργιος Κονδύλης, συνεπικουρούμενος από τους πραιτωριανούς του παλαιού συμμάχου του, τον ανέτρεψε και ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση στις 22 Αυγούστου 1926.


ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΑΓΚΑΛΟΥ

Την περίοδο που εξετάζουμε οι λαοί των Βαλκανίων αναδύονταν από το μακροχρόνιο «επταετή πόλεμο» βαθιά πληγωμένοι. Από το Δνείστερο μέχρι τον Κορινθιακό κόλπο, όλοι τους είχαν γνωρίσει άμεσα εισβολές, μάχες, κατοχές εχθρών και φίλων χιλιάδες στρατιώτες είχαν πέσει στα πεδία των μαχών, αλλά, κυρίως, ήταν ατελείωτος ο κατάλογος των ακροτήτων που υπέστησαν οι πληθυσμοί των πόλεων. Οι οικονομίες καταστράφηκαν, η πείνα βασίλευε στη Σόφια όπως και στην Αθήνα. Οι παλιές εθνικές αναθέσεις μετατράπηκαν σε μίση και η επιβεβαίωση των εθνικών ταυτοτήτων απόκτησε μια επιθετική και ξενόφοβη απόχρωση. Όπως παντού στην Ευρώπη, έτσι κι εδώ είχε σημάνει η ώρα του εθνικισμού…..  [4]

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1925


Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (1919),  προβλέφτηκε η ανταλλαγή των ελληνικών πληθυσμών της Βουλγαρίας και των βουλγαρικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης που ζούσαν σε ελληνικό έδαφος. Η υπογραφή του νέου ελληνοβουλγαρικού πρωτοκόλλου εκ μέρους των Νικ. Πολίτη — Χρ. Καλφώφ στη Γενεύη (Σεπτέμβριος 1924) δημιούργησε μια εύφλεκτη κατάσταση στις διαβαλκανικές σχέσεις και περιέπλεξε τα πράγματα περισσότερο. Τα δύο ταυτόσημα πρωτόκολλα που υπογράφτηκαν στη Γενεύη, πρόβλεπαν την ίδρυση κοινού Συμβουλευτικού Οργανισμού (από δύο ουδέτερα μέλη της ελληνοβουλγαρικής Επιτροπής Μετανάστευσης) και για τα δύο κράτη. Τα μέλη του Οργανισμού αυτού επρόκειτο να πραγματοποιούν τακτικές επιθεωρήσεις στο ελληνικό έδαφος, όπου διαβιούσε η βουλγαρική μειονότητα, και στο αντίστοιχο βουλγαρικό, όπου ζούσε η ελληνική μειονότητα. Ήταν εξουσιοδοτημένα να γνωμοδοτούν σχετικά με θέματα που αφορούσαν μειονοτικές διατάξεις του διεθνούς δικαίου, να συλλέγουν επιτόπιες πληροφορίες σχετικά με εκπαιδευτικά και θρησκευτικά ζητήματα και να προτείνουν την εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων στις αρμόδιες κυβερνήσεις. Η άτυχης αυτή (για την ελληνική πλευρά) υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου, η οποία έδινε στην ουσία το δικαίωμα στη Βουλγαρία να ανακινεί ένα ανύπαρκτο ζήτημα και να υποδαυλίζει μειονοτικές τάσεις στην ελληνική Μακεδονία, προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση της ελληνικής κοινής γνώμης και την απόρριψη της σχετικής συμφωνίας από την ελληνική Βουλή. Η κατάσταση περιπλέχθηκε περισσότερο, γιατί το πρωτόκολλο είχε ήδη υπογραφεί από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε. και χρειάσθηκαν μακρές διαπραγματεύσεις για την οριστική επίλυση του ζητήματος. [5]

Η κατάσταση ουσιαστικά μεταβλήθηκε το 1922 υπό την πίεση της άφιξης 1.200.000 προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Την ίδια περίοδο οι ελληνικές αρχές άρχισαν να εκτοπίζουν Σλαβόφωνους και Μουσουλμάνους από την Μακεδονία – Θράκη στην Θεσσαλία και Νησιά Αιγαίου και Κρήτη, καθώς η άμυνα στις παραμεθόριες περιοχές εξακολουθούσε να είναι επισφαλής και επιπλέον έχουμε την εμφάνιση της Δράσης της ΕΜΕΟ στην Ελληνική Μακεδονία. Οι εκτοπίσεις, λοιπόν, πραγματοποιήθηκαν για τρεις λόγους: Πρώτον, εξαιτίας της δράσης της Ε.Μ.Ε.Ο., δεύτερον, λόγω του σημαντικού ρόλου της μαζικής άφιξης των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη που διόγκωσε το υπάρχον πρόβλημα στέγασης. Τρίτον γιατί μετά την Μικρασιατική καταστροφή είχε αυξηθεί ο αριθμός των Λιποτακτών του Στρατού σλαβόφωνων με αποτέλεσμα να αυξηθεί το μεταναστευτικό ρεύμα στην Βουλγαρία[6]

Η Βουλγαρία, προχώρησε και στη διεθνοποίηση του όλου ζητήματος. Στη συνεδρίαση της
Κοινωνίας των Εθνών, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου 1923, ο Βούλγαρος αντιπρόσωπος απαίτησε την άμεση επιστροφή όλων των εκτοπισμένων Σλαβόφωνων καθώς και την αυτονόμηση της Δυτικής Θράκης, προκειμένου να τεθεί υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών. Σοβαρή κρίση όμως, στις διμερείς σχέσεις, προκλήθηκε τον Ιούλιο του 1924 λόγω του μεθοριακού επεισοδίου στο Τερλίζ  (Βαθύτοπος) στην περιοχή της Δράμας με τη δολοφονία δεκαεπτά Βουλγάρων από Έλληνα ανθυπολοχαγό. Για την εκτόνωση της κατάστασης ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών, Νικόλαος Πολίτης και ο Βούλγαρος Υπουργός Εξωτερικών, Χρίστο Καλφώφ , υπέγραψαν στη Γενεύη στις 29 Σεπτεμβρίου το Πρωτόκολλο Πολίτη- Καλφώφ, στο οποίο , αναγνωριζόταν από επίσημο ελληνικό κείμενο βουλγαρική μειονότητα στη Μακεδονία. Η ελληνική κυβέρνηση, μάλιστα, υποχρεωνόταν να εξασφαλίσει μια δίκαιη μεταχείριση σ' αυτήν, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Σεβρών (10Αυγούστου 1920) [7].

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΟ 1925
Στη Βουλγαρία ο αλυτρωτισμός εκδηλώθηκε ως μια άρνηση της  Συνθήκης του Νεϊγύ  και αναφορά στις νίκες του 1912, όπως και στη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου του 1878, αλλά για τα γειτονικά κράτη ο αλυτρωτισμός αυτός εκφράζονταν με τις βιαιότητες της ΕΜΕΟ, γεγονός που απομόνωνε τη Βουλγαρία και διάνθιζε την εσωτερική πολιτική της χώρας με αιματηρά επεισόδια.
Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Τζανκόφ ήταν να τεθεί εκτός νόμου το κομουνιστικό κόμμα, που άρχισε μια περίοδο παρανομίας για είκοσι ένα χρόνια, που στη διάρκεια τους ανέκυψαν έντονες εσωτερικές διαμάχες. Το 1925 εκδηλώθηκε μια αριστερίστικη απόκλιση, με μια δολοφονική απόπειρα ενάντια στο βασιλιά Βόρις, μέσα στην εκκλησία Σβέτα Νεντέλγια, στη Σόφια, που είχε εκατόν είκοσι οχτώ νεκρούς και περισσότερους από τριακόσιους τραυματίες. Η Λευκή τρομοκρατία διπλασιάστηκε. Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση ήταν η ΕΜΕΟ. Υποστηριζόμενη από τον υπουργό Πολέμου, η οργάνωση αυτή είχε διεισδύσει στο στρατό και κυριαρχούσε απόλυτα στο Πετρίτσι, όπου είχε αντικαταστήσει την κανονική διοίκηση, εισπράττοντας φόρους και αποδίδοντας δικαιοσύνη. Εφόσον, στην πραγματικότητα, το πρόβλημα της Μακεδονίας είχε λυθεί, από νομική άποψη, με βάση τις διεθνείς συνθήκες, η ΕΜΕΟ δεν μπορούσε να είναι παρά μια τρομοκρατική οργάνωση χωρίς κανένα θετικό στόχο. Από το 1925 ο αρχηγός της Ιβάν Μιχαήλοφ, την έθεσε στην υπηρεσία αυτού που πρόσφερε τα περισσότερα κι έτσι η οργάνωση χωρίστηκε σε ρεύματα που επιβεβαιωνόταν με πυροβολισμούς και βομβιστικές ενέργειες. Η τρομοκρατία των κομιτατζήδων έγινε διεθνές πρόβλημα στα χρόνια 1927-1930.[8]
Την ένταση, που κλιμακωνόταν επικίνδυνα, στις Ελληνοβουλγαρικές σχέσεις  ήρθε να διακόψει η πρόταση που έκανε ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Κωνσταντίνος Ρέντης στις 19 Ιουλίου 1925 για εφαρμογή της υποχρεωτικής διαιτησίας. Η εφαρμογή της υποχρεωτικής διαιτησίας, ως μέσο ειρηνικής επίλυσης διαφορών, αποτελούσε ανάγκη για τη νέα μεταπολεμική διπλωματία και η αποδοχή της αρχής αυτής θα επέτρεπε τη συνομολόγηση ενός συμφώνου εγγυήσεων μεταξύ του βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, της Ρουμανίας και της Ελλάδας αρχικά, στο οποίο θα μπορούσαν να προσχωρήσουν και η Βουλγαρία και η Τουρκία. Η πρόταση της ελληνικής πλευράς δημιούργησε εξαιρετικές εντυπώσεις στην Κοινωνία των Εθνών και είχε τη στήριξη της γαλλικής, της ιταλικής και της βρετανικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση του Θ. Πάγκαλου, την ίδια χρονική περίοδο, αποζητούσε την υποστήριξη των δύο κρατών (ΙΤΑΛΙΑΣ – Μ.ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ), προσπαθώντας να εκμεταλλευθεί την κρίση της Μοσούλης.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΠΕΤΡΙΤΣΙΟΥ
Το Επεισόδιο του Πετριτσίου, γνωστό και ως Επεισόδιο Δεμίρ Καπού, ήταν ένα μεθοριακό επεισόδιο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, που έλαβε χώρα εν καιρώ ειρήνης κατά τον Μεσοπόλεμο, στις 19 Οκτωβρίου του 1925.

Ιστορική αναδρομή




Την 18-10-1925, έλαβε χώρα συνοριακό επεισόδιο εις την Διάβαση «Δεμίρ Καπού» του όρους Κερκίνη (Μπέλες), όπου τα δύο συνοριακά Φυλάκια (Ελληνικό και Βουλγαρικό) χωρίζονται από κοινό συρματόπλεγμα. Την ημέρα εκείνη, όπως και πολλές άλλες ημέρες, Βούλγαροι και Έλληνες στρατιώτες, έπαιζαν χαρτιά («πρέφαν»). Προκύπτει, όμως, διαφορά μεταξύ των (στο βιβλίο «Στρατιωτική Γεωγραφία» 1957, ΤΟΜΟΣ Γ', στη σελίδα 160, αναγράφεται ότι «οι Έλληνες δεν τηρούσαν τους κανόνες του παιχνιδιού»). Οι Βούλγαροι θύμωσαν και σπεύσαντες εις το Φυλάκιο , έλαβαν θέσεις μάχης και πυροβόλησαν από μικρή (40 μέτρων) τους Έλληνες στρατιώτες, σκοτώνοντας 2 εξ αυτών (Ελλήνων στρατιωτικών). 

Οι Έλληνες στρατιώτες απάντησαν στα πυρά των Βουλγάρων και φόνευσαν τρεις εξ αυτών (Βουλγάρους στρατιώτες). Οι τάφοι Ελλήνων και Βουλγάρων στρατιωτών, ευρίσκονται (έκτοτε) έναντι αλλήλων εις την θέση εκείνη (προς σωφρονισμό) των μεταγενεστέρων φρουρών των δύο Φυλακίων12[9]. Ο Διοικητής του Λόχου Προκαλύψεως, Λοχαγός (ΠΖ) Χρ. Βασιλειάδης από την έδρα του (Άνω Πορόια), έσπευσε στο χώρο συμπλοκής για να αποκαταστήσει την τάξη οι Βούλγαροι όμως τον πυροβόλησαν και τον φόνευσαν.




Οι Αντιδράσεις του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Το γεγονός αναφέρθηκε ιεραρχικώς και έλαβε γνώση ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Ο Πάγκαλος πίστεψε ότι το συνοριακό επεισόδιο αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου εισβολής, αν και το καθεστώς της Συνθήκης του Νεϊγύ είχε μειώσει στο ελάχιστο τη στρατιωτική ετοιμότητα της Βουλγαρίας. [10]
Οι πρώτες αντιδράσεις των εμπλεκομένων κρατών ήταν
α.     Η Ελλάδα ζήτησε αποζημίωση και αίτηση συγγνώμης από την Βουλγαρία για τα συμβάντα.
β.     Η Βουλγαρία προσέφυγε στην Κ.τ.Ε. (Κοινωνία των Εθνών)[11].

Ο Ελληνικός Στρατός εισβάλλει στη Βουλγαρία
α.     Ο Θ. Πάγκαλος αρνήθηκε διακανονισμό, μεγέθυνε το πρόβλημα και φαντάστηκε, ότι
ήταν η χρυσή ευκαιρία για επίδειξη πατριωτισμού και λεονταρισμού προς αύξηση του κύρους του. Διέταξε τον Διοικητή του Γ' ΣΣ να εισβάλλει στη Βουλγαρία και να καταλάβει το Πετρίτσι - Κέντρο δράσης των Κομιτατζήδων.
β. Η VI Μ.Π. κινήθηκε, αμέσως, δια δύο Συνταγμάτων (ΠΖ) (του 19ου και του 21ου) εκ Σερρών και κατέλαβε τα Βουλγαρικά χωριά: Πετρίτσι, Λεβάνοβο και Πέτσοβο) χωρίς αντίσταση των Βουλγάρων και κατευθύνετο προς Κρέσνα - Τζουμαγιά[12].

Η απόφαση της Κ.τ.Ε
Αν το επεισόδιο παρέμενε υπόθεση των δύο κρατών η βουλγαρική αποδοχή των ελληνικών απαιτήσεων θα ήταν σχεδόν βέβαιη. Όμως η Βουλγαρία προσέφυγε στην Κ.τ.Ε.
Η Κ.τ.Ε. αποφάσισε εις βάρος της Ελλάδας και δικαίωσε τη Βουλγαρία.
Οι Ελληνικές Δυνάμεις, μετά 15νθήμερον, εγκατέλειψαν το Βουλγαρικό έδαφος.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε  στην πληρωμή αποζημιώσεως 50 εκ. χρυσών φράγκων στη Βουλγαρία, για τις προσκληθείσες  ζημιές. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε για την ανισότητα μεταχείρισης σε σχέση με εκείνη της Ιταλίας κατά την εισβολή ιταλικών δυνάμεων στην Κέρκυρα το 1923, ως αντίποινα για το φόνο του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελλίνι, καθώς επιθεωρούσε τα Ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να αποζημιώσει την οικογένεια του φονευθέντος Έλληνα Αξιωματικού (Λοχαγού Χρ. Βασιλειάδη).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
α. Η Ελλάδα με επίσημο κείμενο αναγνώρισε βουλγαρική μειονότητα στο έδαφος της «Πρωτόκολλο Πολίτη – Καλφώφ» Σεπ 1924 , γεγονός που προξένησε την αντίδραση της Σερβίας  (Δεν μπορούσε να δεχτεί να αναγνωριστούν ως βουλγαρική μειονότητα οι σλαβόφωνοι της Δυτικής Μακεδονίας  ενώ  θεωρούσε "νότιους Σέρβους" τους κατοίκους του Μοναστηριού)  και τελικά απορρίφθηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο το επόμενο έτος και η Ελλάδα αποδεσμεύτηκε έναντι της ΚτΕ από τις υποχρεώσεις της.
β.     Η εφαρμογή της υποχρεωτικής διαιτησίας, ως μέσο ειρηνικής επίλυσης διαφορών (Ιούλιος 1925) θεωρείται ως επιτυχία της εξωτερικής πολίτικης Πάγκαλου, καθότι δημιουργούσε σταθερότητα στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας υπό τη στήριξη της γαλλικής, ιταλικής και  βρετανικής κυβέρνησης.
γ.      Το μεθοριακό επεισόδιο στο Πετρίτσι και η εισβολή του Ελληνικού Στρατού στην Βουλγαρία είχαν τα παρακάτω αποτελέσματα στην Ελληνική Κυβέρνηση :
        (1)       Η Ελλάδα πλήρωσε το ποσό των 50 εκ. χρυσών φράγκων στη Βουλγαρία, ως αποζημίωση σε μια δύσκολη περίοδο , αν αναλογιστεί κανείς ότι οι πληγές της Μικρασιάτικης καταστροφής (Προσφυγικό Ζήτημα) ήταν ακόμη ανοικτές.
        (2)       Το κύρος του Θ. Πάγκαλου χτυπήθηκε  ανεπανόρθωτα με επακόλουθο την αντίστροφη μέτρηση για την  πτώση του (Αυγ 1926).
       (3)        Στην Ελλάδα, έδειξαν ικανοποίηση οι περισσότεροι Έλληνες καθότι η εισβολή του Ελληνικού Στρατού επί Βουλγαρικού εδάφους προκάλεσε σοβαρό χτύπημα στην τρομοκρατική οργάνωση  των Βουλγάρων  ΕΜΕΟ, εξαρθρώνοντας μέρος της οργάνωσης μέσα στην έδρα της.

Ίσως κάποιες φορές η αποτελεσματικότητα της ράβδου είναι ανώτερη των λόγων….

ΕΛΛΗΝΟΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΑΓΚΑΛΟΥ

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1914 ΕΩΣ 1925
Ως εθνικά κράτη η Ελλάδα και η Σερβία, μετά το συνέδριο του Βερολίνου (1878), είχαν
Αλέξανδρος Καραγιώργεβιτς - Βασιλιάς της Σερβίας
βασικό στόχο της εξωτερικής τους πολιτικής την αποκατάσταση κοινών συνόρων και συμφωνούσαν κατά βάση  στη λύση του Μακεδονικού με τη διανομή του ευρύτερου μακεδονικού χώρου. 
Βασικό ζήτημα στις Ελληνό-γιουγκοσλαβικές σχέσεις, ήταν η ελεύθερη σερβική ζώνη  της Θεσσαλονίκης όπως προέβλεπε  η Ελληνο-σερβική συμφωνία της 10 Μαΐου 1914. Κατά την διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου (1920 – 1922) το Βελιγράδι δεν τήρησε εχθρική στάση έναντι της Αθήνας και δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις του Βούλγαρου Πρωθυπουργού Σταμπολίνσκι, για κοινό νοτιοσλαβικό μέτωπο κατά της Ελλάδας. [13] 
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή για να αποτρέψει το ενδεχόμενο μιας νοτιοσλαβικής προσέγγισης και για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της Γιουγκοσλαβίας, σχετικά με την παραμονή της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νικ. Πολίτης  εξέφρασε την ετοιμότητα της Ελλάδας να θέση σε ισχύ την Ελληνο-σερβική συμφωνία της 10 Μαΐου 1914.

Στις 10 Μαΐου 1923 η Ελλάδα παραχώρησε την ελεύθερη σερβική ζώνη της Θεσσαλονίκης. Η ζώνη αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του ελληνικού εδάφους, διοικούνταν όμως από σερβικές τελωνειακές αρχές. Στο ζήτημα της Δυτικής Θράκης το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων στήριξε την Ελλάδα στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνη. Αλλά μετά την αποκοπή του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων από τα λιμάνια της Αδριατικής (Φιούμε, Ζάνταρ) το ζήτημα της ελεύθερης ζώνης της Θεσσαλονίκης προσέλαβε νέες διαστάσεις, εφόσον η Θεσσαλονίκη αποτελούσε πλέον την κύρια εμπορική διέξοδο της Σερβίας προς τη θάλασσα.
Το Βελιγράδι απαιτούσε ελεύθερη πρόσβαση στη Θεσσαλονίκη. Με αφορμή το ζήτημα του ελληνο-βουλγαρικού Πρωτοκόλλου Πολίτη-Καλφώφ, με το οποίο η Ελλάδα αναγνώριζε την ύπαρξη βουλγαρικής μειονότητας στην ελληνική Μακεδονία, το Βελιγράδι κατήγγειλε τη συμμαχία του 1913 και έθεσε στην Ελλάδα μια σειρά ζητημάτων: ουσιαστικό έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής Γευγελή - Θεσσαλονίκης, επαύξηση των σερβικών αρμοδιοτήτων στη ζώνη και επέκταση της ζώνης, διαμετακομιστικό εμπόριο μέσω Θεσσαλονίκης όχι μόνο προς τη Σερβία, αλλά και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, μεταφορά πολεμικού υλικού μέσω Θεσσαλονίκης (πράγμα που θα μπορούσε να εμπλέξει την Ελλάδα σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο), αναγνώριση σερβικής μειονότητας στη Δυτική Μακεδονία , αναγνώριση γιουγκοσλαβικής υπηκοότητας σε 500 οικογένειες που στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου κατέφυγαν στην ελληνική  από τη σερβική Μακεδονία και δικαίωμα ελέγχου της Γιουγκοσλαβίας επί των προνομίων της μονής Χιλανδαρίου. Λόγω της σκληρής στάσης του Βελιγραδίου  απέβησαν άκαρπες οι ελληνο-γιουγκοσλαβικές διαπραγματεύσεις που διεξήχθηκαν στο πρώτο εξάμηνο του 1925.[14]

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1925 ΕΩΣ 1926 «ΠΤΩΣΗ ΠΑΓΚΑΛΟΥ»
Στις 17 Αυγούστου του 1926 το δικτατορικό καθεστώς του Θεόδωρου Πάγκαλου,
προκειμένου να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Γιουγκοσλαβίας στη σχεδιαζόμενη πολεμική εκστρατεία της Ελλάδας κατά της Τουρκίας, υποχώρησε στα σερβικά αιτήματα. Προκλήθηκε οξεία αντίδραση του ελληνικού πολιτικού κόσμου και του στρατού, πράγμα που επιτάχυνε την πτώση του Πάγκαλου στις 22 Αυγούστου 1926 με πραξικόπημα του στρατηγού Γεωργίου Κονδύλη. Η οικουμενική κυβέρνηση του Αλέξανδρου Ζαΐμη, που συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926, ακύρωσε τις συμφωνίες με τη Γιουγκοσλαβία.

ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1926 -1928
Όταν ο Βενιζέλος ανήλθε ξανά στην εξουσία, τον Αύγουστο του 1928, προσπάθησε να εξομαλύνει τις σχέσεις με την Γιουγκοσλαβία, χωρίς να θιγεί η ελληνική κυριαρχία. Άσκησε πίεση επί της Γιουγκοσλαβίας, υπογράφοντας στη Ρώμη στις 23 Σεπτεμβρίου 1928 σύμφωνο «φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού» με την Ιταλία. Φοβούμενη μήπως και η Ελλάδα εμπλακεί στην «πολιτική περικύκλωσης» που προωθούσε η Ιταλία, η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση υποχώρησε. Στις 11 Οκτωβρίου 1928 υπογράφτηκε στο Βελιγράδι ελληνο-σερβικό πρωτόκολλο που ρύθμιζε το καθεστώς λειτουργίας της ζώνης.[15]

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Οι Γιουγκοσλάβοι επέδειξαν μια εμμονή στο να παρουσιάζουν ότι εκείνο που επιζητούσαν ήταν μόνο η ασφάλεια του εμπορίου τους μέσω της σερβικής ελεύθερης ζώνης (ΣΕΖ) στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και της σιδηροδρομικής γραμμής και συνεχώς τόνιζαν ότι αν έπαιρναν τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής για να εξασφαλίσουν το σερβικό εμπόριο μέσω της ΣΕΖ οι Έλληνες θα μπορούσαν να πειστούν ότι δεν θα υπήρχαν άλλες απαιτήσεις από τους Σέρβους στο μέλλον.[16] Το επιχείρημα αυτό στερείτο σοβαρότητας, διότι τίποτε δεν απέκλειε το ενδεχόμενο να τεθούν εκ νέου μεγαλύτερες γιουγκοσλαβικές αξιώσεις.
Ανακεφαλαιώνοντας το ζήτημα των συμφωνιών του Αυγούστου του 1926 μεταξύ της Ελλάδας και του βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι παραχωρήσεις της Αθήνας ήταν τόσο μεγάλες ώστε έβλαπταν την ελληνική εθνική κυριαρχία. Γι’ αυτόν το λόγο, σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος αντέδρασε και ανέτρεψε με τη σύμπραξη του στρατού την κυβέρνηση Πάγκαλου. Ο τελευταίος θεωρούσε ότι με την υπογραφή της σύμβασης αποκτούσε έναν ισχυρό σύμμαχο στην περιοχή και ότι η Ελλάδα έβγαινε από τη διπλωματική απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει τα τελευταία χρόνια. Συν τοις άλλοις πίστευε ότι θα είχε εξασφαλισμένα τα βόρεια σύνορά της σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου. Η ζημία όμως θα ήταν πολύ μεγάλη για τα ελληνικά συμφέροντα αν ίσχυε η συνθήκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Translate this page