Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Πώς έγινε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Δαμασκηνός το 1941

Οι Γερμανοί όταν κατέλαβαν την Ελλάδα,
βρήκαν επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, τον από Τραπεζούντος, ιεράρχη εξαιρετικά μορφωμένο και μάλιστα με γερμανική παιδεία, αλλά και ιεράρχη που είχε αναπτύξει πλούσια εθνική δράση σε κρίσιμες περιόδους. 

Λογικά οι Γερμανοί θα θεωρούσαν πολύ χρήσιμη την παρουσία του, ακριβώς λόγω της γερμανικής παιδείας του, πλην όμως έχει λεχθεί ότι τον είχαν χαρακτηρίσει ως εχθρική προσωπικότητα. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος είχε κάνει φραστικές επιθέσεις εναντίον της Γερμανίας, με το διάγγελμα που εξέδωσε όταν έγινε η γερμανική επίθεση.

Κατά τη γνώμη τους, το αρχιεπισκοπικό διάγγελμα δεν είχε περιορισθεί στην ενίσχυση του εθνικού αγώνα που διεξήγαγε η Ελλάδα, όπως άλλωστε αναγνωριζόταν ότι ήταν καθήκον του, αλλά είχε χαρακτηρισμούς και αιχμές προσβλητικές για το γερμανικό έθνος. Στο διάγγελμά του εκείνο, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εκκλησία»[1] ο Χρύσανθος τόνιζε:

«Από της σήμερον και έτερος εχθρός, η Χιτλερική Γερμανία, αδίκως και ανάνδρως επιτίθεται κατά της ιεράς ημών Χώρας. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς και η Εθνική Κυβέρνησις καλούσιν ημάς εις νέας θυσίας προς υπεράσπισιν της Πίστεως ημών και του Δικαίου και της Ελευθερίας.

Εις όμοιον αγώνα αποδύεται και ο ομόδοξος ηρωικός λαός ετέρας ιεράς γης, της γείτονος Γιουγκοσλαυίας, καθ’ ης την αυτήν ημέραν και ώραν ήρξατο επιτιθέμενος ο κοινός πολέμιος. Αι δυνάμεις της ύλης και του σκότους συνώμοσαν κατά της δυνάμεως του πνεύματος και του φωτός.

Αλλ’ ο μέγας Θεός, όστις είναι Πνεύμα, Φως και Ζωή, δεν θα επιτρέψη την βασιλείαν του σκότους, και, όπως μέχρι τούδε ενίσχυσεν όπλα τα ιερά και διά της απαραμίλλου ανδρείας και γενναιότητος υμών κατέρριψε τον εξ Ιταλίας αντίθετον Γολιάθ, ούτω θα συντρίψη και τον εκ Γερμανίας Εκατόγχειρα Τυρφέα, και θα ανατείλη και πάλιν εις την καθ’ ημάς Ανατολήν και καθ’ όλην την οικουμένην τον ήλιον της Δικαιοσύνης και Αληθείας.


Αμέσως μετά την επαναφορά του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, τον Ιούλιο 1941, ο Δαμασκηνός εξέρχεται του Μητροπολιτικού Ναού. Τον συνοδεύει ο κατοχικός πρωθυπουργός (στο άκρο δεξιά η σύζυγος του Τσολάκογλου Καίτη, καταγόμενη από τη γνωστή οικογένεια της Κορίνθου Θεοδώρου, γεγονός που χρησιμοποίησε ο Δαμασκηνός για να πλησιάσει τον Τσολάκογλου).

Επί τη πίστει ταύτη η Εκκλησία της Ελλάδος ευλογεί τους νέους ιερούς αγώνας και εύχεται, ίνα ο ισχυρός του Κυρίου βραχίων κατευθύνη τους πιστούς Συμμάχους εις νέα τρόπαια νίκης και θριάμβους προς διάσωσιν του κινδυνεύοντος χριστιανικού πολιτισμού, εν ω και μόνω είναι δυνατόν να ζώσι καλώς οι ευγενείς λαοί. “Αλλ’ ή καλώς ζην ή τεθνηκέναι τον ευγενή χρη”...».

Για το διάγγελμά του εκείνο ο Χρύσανθος με τις απαξιωτικές φράσεις του κατά της χιτλερικής Γερμανίας, είχε γίνει αντικείμενο σκληρής κριτικής από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Βερολίνου, πριν ακόμη οι Γερμανοί καταλάβουν την Αθήνα. Ωστόσο, θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι οι Γερμανοί θα ήθελαν να τον εκδικηθούν προσωπικά για το προαναφερόμενο κείμενο, που άλλωστε δεν έφερε μόνο την δική του υπογραφή, αλλά και άλλων αρχιερέων[2], για τους οποίους δεν εκδηλώθηκε εχθρική προδιάθεση από τους Γερμανούς μόλις ήλθαν. Την πρώτη ημέρα που εισήλθαν στην ελληνική πρωτεύουσα, ο στρατηγός Γκέοργκ Στούμε τον επισκέφθηκε στο μέγαρο της Αρχιεπισκοπής, αντιμετωπίζοντας μια ψυχρή στάση, ενώ προηγουμένως ο Αρχιεπίσκοπος είχε αρνηθεί να παραστεί στην παράδοση της πόλης και στην ταυτόχρονη επίκληση του ανοχύρωτου.

Μια άλλη σημαντικής σημασίας ενέργεια του Χρυσάνθου ήταν η άρνησή του να ορκίσει, ύστερα από τρεις ημέρες, την πρώτη κατοχική κυβέρνηση, παρά τις παρακλήσεις του προσωπικού φίλου του Πλάτωνα Χατζημιχάλη. Η νομοταγής άποψή του ήταν ότι, αφού υπήρχε ακόμη επί ελληνικού εδάφους η νόμιμη ελληνική κυβέρνηση, δεν θα έπρεπε να ορκισθεί άλλη, ή ότι – εν πάση περιπτώσει – δεν ήθελε να εμπλακεί σε πολιτική πράξη, όπως θα ήταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του στην ορκωμοσία της κυβέρνησης.


Ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρις, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην επαναφορά του Δαμασκηνού ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών.

Θα έλεγε κανείς ότι με την απόλυτη αυτή στάση του, άνοιγε τον δρόμο για να συντελεσθεί η απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ωστόσο, αρχικά ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί, ούτε ο στρατηγός Τσολάκογλου είναι εκείνοι που επεδίωξαν τέτοια ενέργεια. Θα χρειασθεί να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια για να μεταπεισθεί τελικά ο Τσολάκογλου ως προς αυτό, ενώ ο καθηγητής Λούβαρις στα απομνημονεύματά του είχε διατυπώσει την άποψη ότι ο Χρύσανθος «ανεγνώριζε την ανάγκην και την χρησιμότητα της κατοχικής Κυβερνήσεως». Κατηγορηματικά αντίθετη γνώμη, όμως, είχε διατυπώσει, απαντώντας στον Λούβαρι, ο καθηγητής Παναγιώτης Μπρατσιώτης, στενός φίλος του Αρχιεπισκόπου[3]. 

Σε συνέχεια, πρόσθετα στοιχεία είχαν δώσει ο κατά την έναρξη της Κατοχής νεαρός αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, που ανήκε στο στενό περιβάλλον του Χρυσάνθου και ήταν γραμματέας της Ιεράς Συνόδου[4] και ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς[5], αρχιδιάκονος του Χρυσάνθου και αυτήκοος όσων είχε πει εκείνος.

Αλλά απέναντι στον Χρύσανθο υπήρχε τότε ένας προσωπικός αντίπαλός του, ο προς στιγμήν εκλεγείς Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός. Μετά τα γεγονότα της αρχιεπισκοπικής εκλογής του 1938, ο Δαμασκηνός αρνήθηκε να επανέλθει στη Μητρόπολη Κορινθίας και επέλεξε να αυτοεξορισθεί στη Μονή Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Το δικτατορικό καθεστώς φοβόταν τις κινήσεις του Δαμασκηνού, με αποτέλεσμα ο υπουργός Ασφαλείας Κων. Μανιαδάκης να διατάξει την παρακολούθηση και φρούρησή του, χωρίς όμως να απαγορεύονται οι μετακινήσεις του. Αρκετές φορές, ιδίως τις νυκτερινές ώρες, ο Δαμασκηνός απομακρυνόταν από τη Σαλαμίνα και ερχόταν στην Αθήνα, πάντοτε όμως στενά παρακολουθούμενος από τους ανθρώπους του Μανιαδάκη.

Αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ο Δαμασκηνός επανήλθε από την αυτοεξορία του στη Μονή Φανερωμένης Σαλαμίνος και εγκαταστάθηκε στην οικία φίλου του, του τότε Μητροπολίτη Γυθείου Προκοπίου, στην Κυψέλη. Πρόθεσή του ήταν τώρα να διεκδικήσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο αντί πάσης θυσίας. Κάλεσε τους φίλους του, ιεράρχες και μη, να τον συνδράμουν και άρχισε να κινείται για να το επιτύχει. Από τις πρώτες ημέρες όμως διαπίστωσε ότι δεν ήταν εύκολο να γίνει αυτό που επιθυμούσε.


Ο καθηγητής Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος ως αρμόδιος υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων συνέταξε την κατάλληλη εισήγηση για την επάνοδο του Δαμασκηνού στον θρόνο.

Παρά την προσωπική φιλία που τον συνέδεε με την οικογένεια του στρατηγού Τσολάκογλου, ο τελευταίος δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να ανακινήσει το αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Ο Δαμασκηνός απευθύνθηκε τότε στον καθηγητή Νικόλαο Λούβαρι[6], ο οποίος, αν και την τελευταία στιγμή απέφυγε να συμμετάσχει στην κατοχική κυβέρνηση, ωστόσο διατηρούσε σχέσεις και με τα μέλη της κυβέρνησης και με τους Γερμανούς διπλωμάτες. 

Ο Λούβαρις κινήθηκε δραστήρια, αλλά προσέκρουσε στη γερμανική πρεσβεία, οι ιθύνοντες της οποίας είχαν καταλήξει νωρίτερα ότι η ενδεδειγμένη πολιτική στάση θα ήταν να μη θιγεί ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Επ’ αυτού, η γερμανική πρεσβεία Αθηνών είχε στείλει προς το Βερολίνο και σχετική έκθεσή της.

Πιεζόμενος από τον Δαμασκηνό, ο Λούβαρις επισκέφθηκε τον πρώτο σύμβουλο της γερμανικής πρεσβείας Γκραίβενιτς. Αφού εκθείασε τον Δαμασκηνό και τα προσόντα του, ανέπτυξε πώς είχε το ζήτημα της αρχιεπισκοπικής εκλογής και εισηγήθηκε «για να εκλείψει η δημιουργηθείσα ανωμαλία», δηλαδή να αποκατασταθεί ο Δαμασκηνός. Ο Γκραίβενιτς δεν πείσθηκε, προβάλλοντας την άποψη ότι για πολιτικούς λόγους η πρεσβεία είχε ήδη πάρει αρνητική θέση στην επάνοδο του Δαμασκηνού στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και επικαλούμενος ότι δεν θα έπρεπε να δημιουργηθούν στην αρχή της Κατοχής τέτοιου είδους ζητήματα.


Ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός στο μέγαρο Σκαραμαγκά την εποχή που ήταν αντιβασιλιάς. Προηγείται ο νεαρός τότε Ιωάννης Γεωργάκης, εξ απορρήτων του.

Την ίδια άποψη συμμεριζόταν, όπως είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει παράλληλα ο καθηγητής Λούβαρις, και ο Γερμανός πάστορας στην Αθήνα, ο οποίος φοβόταν ότι μια τέτοια ενέργεια θα κατέληγε να θίξει το θρησκευτικό αίσθημα του ελληνικού λαού και ταυτόχρονα να αυξήσει τα εναντίον της Γερμανίας αισθήματά του. Ο πάστορας όμως φοβόταν και κάτι άλλο, ότι δηλαδή η καθολική προπαγάνδα θα εύρισκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτύξει δράση στην Ελλάδα με απροσδιόριστες πλέον συνέπειες. Ο τελευταίος, αφού αρνήθηκε να συνεργασθεί γι’ αυτό το θέμα με τον Λούβαρι, επικοινώνησε με τους καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Μπρατσιώτη και Τρεμπέλα, στους οποίους είπε: 
«Εγώ, ως αρχηγός της εν Ελλάδι Προτεσταντικής Γερμανικής Εκκλησίας, θα εναντιωθώ εναντίον μιας τοιαύτης μεταβολής, η οποία μόνον ζημίας ημπορεί να προκαλέση και σας παρακαλώ να το θέσετε υπ’ όψιν των αρμοδίων ελληνικών αρχών».
Ο Γερμανός πάστορας Σαίφερ απευθύνθηκε και στον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μπόνη, στον οποίο ήταν κατηγορηματικότερος:
 «Σας παρακαλώ να ανακοινώσετε εις τον Επίτροπον της Ιεράς Συνόδου κ. Πετρακάκον ότι εάν επέμβη εις το ζήτημα της αλλαγής του προσώπου του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, θα εισηγηθώ εις τον Γερμανόν πρεσβευτήν την παύσιν του».
Ο Χρύσανθος φαίνεται πως είχε αόρατους υποστηρικτές ανάμεσα στους ισχυρούς της εποχής, αλλά αντιλαμβανόταν ότι η θέση του κρεμόταν από μια κλωστή. Δεν υπάρχει καμιά σαφής ένδειξη ότι είχε μετανοήσει για τη στάση που τήρησε απέναντι στην κατοχική κυβέρνηση όταν αρνήθηκε να την ορκίσει, αλλά οπωσδήποτε κάποια στιγμή θα έκανε αυτοκριτική. Είχε αποφύγει να κάνει οποιαδήποτε επίσημη δήλωση αφότου ήρθαν οι Γερμανοί, εκτός από μια ευκαιρία που είχε. Αν και βρισκόταν στο πλαίσιο των προνοιακών καθηκόντων της Εκκλησίας, θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μια κίνηση επικοινωνίας με την κυβέρνηση, η οποία ενδιαφερόταν ζωτικά να επιτύχει η αποσυμφόρηση των εφέδρων που βρέθηκαν στην Αθήνα μετά το τέλος του πολέμου. Στις 6 Μαΐου 1941 δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» υπό τον τίτλο «Έκκλησις του Αρχιεπισκόπου»:

«Οι τίμιοι της Πατρίδος στρατιώται, οι μη δυνάμενοι να επανέλθουν εις τας εστίας των, έχουν απαραίτητον ανάγκην μιας πολιτικής ενδυμασίας. Ποιούμεθα έκκλησιν εις πάντας τους ευσεβείς και φιλοπάτριδας χριστιανούς της καθ’ ημάς Αρχιεπισκοπής, ίνα ακολουθούντες το ευαγγελικόν “ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι”, προσκομίσωσιν αμέσως πολιτικάς ενδυμασίας και παραδώσωσιν αυτάς εις την επί τούτω εντεταλμένην επιτροπήν της Αρχιεπισκοπής, εδρεύουσαν εν τη οδώ Μητροπόλεως 44.


ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ

Ο Αθηνών Χρύσανθος».
Αυτή είναι η τελευταία δημόσια δήλωσή του πριν του αφαιρεθεί ο αρχιεπισκοπικός θρόνος.
Από τη δική του πλευρά, ο Δαμασκηνός, μόλις πληροφορήθηκε αυτές τις αντιδράσεις του πάστορα και της γερμανικής πρεσβείας, δεν κάθησε με σταυρωμένα τα χέρια. Πλην των Γερμανών, υπήρχαν και Έλληνες που είχαν αρνητική θέση για αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου, μεταξύ των οποίων τα μέλη της κατοχικής κυβέρνησης Πλ. Χατζημιχάλης, Ιάσ. Παπαδόπουλος, Σωτ. Μουτούσης και Π. Δεμέστιχας, καθώς και ο Δ. Πολύζος. Εκείνος όμως, αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, κινήθηκε ακόμη πιο δραστήρια για να επιτύχει τον στόχο του.

Ο Δαμασκηνός άσκησε μεγάλη πίεση προς τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου, αν και εκείνος είχε εξ αρχής τοποθετηθεί αρνητικά, παρά την προσωπική προσβολή που είχε υποστεί από τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, όταν αρνήθηκε να ορκίσει την κυβέρνησή του. Απευθύνθηκε στη σύζυγο του στρατηγού Τσολάκογλου, με την οικογένεια της οποίας γνωριζόταν από τη μακρά θητεία του στην Κόρινθο ως Μητροπολίτης Κορινθίας. Την επισκέφθηκε και επικαλούμενος την οικογενειακή γνωριμία τους, ζήτησε να ενεργήσει ανάλογα στον σύζυγό της.

Ταυτόχρονα ήλθε σε επαφή και με άλλους σημαίνοντες Κορίνθιους, προκειμένου να πιεσθεί και από αυτούς ο Τσολάκογλου. Επεστράτευσε ακόμη και τον σύγγαμβρό του στρατηγό Γ. Τζιρακόπουλο, προκειμένου να εκπορθήσει την πρωθυπουργική άρνηση. Ο Τσολάκογλου κάμφθηκε τελικά, ύστερα από τις συχνές αναφορές υπέρ του Δαμασκηνού από τους συνεργάτες, τους φίλους και τους οικείους του.

Ο Δαμασκηνός όμως είχε εξ αρχής ήδη ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είχε πείσει και είχε με το μέρος του τον καθηγητή Κων. Λογοθετόπουλο, ο οποίος ήταν ο αρμόδιος υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Από τις πρώτες ενέργειές του, μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα, ήταν – με τη μεσολάβηση κοινών γνωστών – να πείσει τον Λογοθετόπουλο ότι έπρεπε να αρθεί η αδικία που του είχε γίνει από την κυβέρνηση Μεταξά και κυρίως να αρθεί η άδικη και μεροληπτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάσει της οποίας του είχε αφαιρεθεί ο αρχιεπισκοπικός θρόνος.

Ο κατοχικός υπουργός κάλεσε τον μέχρι τότε Επίτροπο της Ιεράς Συνόδου Λουκά Μπουρνόζο (άλλοτε βουλευτή), ζητώντας του να προκαλέσει την αντικατάσταση του Αρχιεπισκόπου με σύγκληση Μείζονος Συνόδου. Ο Μπουρνόζος δεν δέχθηκε και υποχρεώθηκε να παραιτηθεί. Νέος Κυβερνητικός Επίτροπος της Ιεράς Συνόδου ορίσθηκε ο Δημήτριος Πετρακάκος (επίσης πρώην βουλευτής), ο οποίος σημειωτέον ήταν προσωπικός φίλος του Δαμασκηνού και είχε διατελέσει στην ίδια θέση κατά το παρελθόν. Στις 12 Μαΐου 1941 ο νέος επίτροπος υπέβαλε στον προϊστάμενό του υπουργό Λογοθετόπουλο έκθεση, βάσει της οποίας ετοιμάσθηκε νομοσχέδιο και προκρίθηκε η διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί.

Αλλά και όταν πείσθηκε ο Τσολάκογλου να τολμήσει στην αρχιεπισκοπική εναλλαγή και να επαναφέρει τον Δαμασκηνό ως Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, οι Γερμανοί δεν είχαν σύμφωνη γνώμη. Του το επεσήμαναν, ότι έπρεπε να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάμιξη του Βατικανού, το οποίο πάντοτε ενδιαφερόταν να αναπτύξει την προπαγάνδα του – μέσω της Ουνίας – στην Ελλάδα.

Δύο ακαδημαϊκές προσωπικότητες της Γερμανίας έριξαν το καθοριστικό βάρος τους για να ανατραπεί η επιφύλαξη των Γερμανών διπλωματών, τόσο στην Αθήνα όσο και στο Βερολίνο. Επρόκειτο για τους καθηγητές των Πανεπιστημίων Λειψίας και Μονάχου αντίστοιχα Άντον Ντάιντλ και Φραντς Νταίλγκερ, οι οποίοι λόγω της επιστημονικής ιδιότητάς τους είχαν από τα προπολεμικά χρόνια πολλές γνωριμίες στους θεολογικούς κύκλους στην Ελλάδα. Αποτελούσαν μέλη της Οργάνωσης Ρόζενμπεργκ (ERR), η οποία είχε δημιουργήσει ειδική αποστολή στην Ελλάδα, κυρίως για επιστημονικές έρευνες στο Άγιον Όρος[7]. Ο καθηγητής Ντάιντλ, που ήταν και υψηλόβαθμο στέλεχος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ήταν αρχηγός της αποστολής και είχε εγκατασταθεί στο κτίριο της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας 1, απέναντι από το ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Εκεί έγιναν οι τελικές ζυμώσεις για να αρθεί η επιφύλαξη των Γερμανών, αφού προηγουμένως ο Γερμανός καθηγητής είχε καταστεί «όργανο του Δαμασκηνού».

Ανάμεσα στις άλλες επαφές, που πραγματοποίησε ο Ντάιντλ μόλις έφθασε στην Αθήνα, ήταν και με κάποιους φίλους του Δαμασκηνού, οι οποίοι μεσολάβησαν για να προκαλέσουν μια συνάντηση του Γερμανού καθηγητή μαζί του. Του τόνισαν ότι πρόκειται για τον «μόνο δυναμικό Έλληνα κληρικό που είναι κατάλληλος για τις σημερινές περιστάσεις». Και πρόσθεσαν, ότι δεν θα είχε καμιά αξία η αποστολή του στην Ελλάδα, αν δεν συναντούσε και δεν συνομιλούσε με τον Δαμασκηνό.

Όντως, ο Ντάιντλ δέχθηκε και η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στο Ψυχικό, όπου είχε εγκατασταθεί ο Δαμασκηνός. Ο τελευταίος ήταν καλά προετοιμασμένος, τόσο για τους ακριβείς σκοπούς και στόχους της αποστολής Ντάιντλ, όσο και γενικότερα για τις απόψεις και τους ενδοιασμούς των Γερμανών ως προς το αρχιεπισκοπικό, αλλά και για τις επιφυλάξεις και την καχυποψία τους έναντι των ιταλικών σχεδίων περί καθολικής προπαγάνδας.

Η συζήτηση των δύο ανδρών κατέληξε σε απόλυτη σύμπτωση απόψεων ως προς τα γενικότερα ζητήματα, ενώ ο Γερμανός καθηγητής άκουσε από πρώτο χέρι πώς είχε κατά τη γνώμη του Έλληνα ιεράρχη το αρχιεπισκοπικό ζήτημα. Η προσωπική ακτινοβολία του Δαμασκηνού επεσκίασε κάθε δισταγμό του καθηγητή, ο οποίος φεύγοντας από το Ψυχικό είχε ενστερνισθεί όλα τα επιχειρήματα του αδικημένου ιεράρχη. Επιστρέφοντας στο γραφείο του, ο Ντάιντλ συνέταξε και έστειλε στο Βερολίνο μια έκθεση, συνηγορώντας για την αντικατάσταση του αρχιεπισκόπου από τον Δαμασκηνό, με την κεντρική ιδέα ότι θα εξυπηρετούσε τις επικρατούσες γερμανικές ιδέες.
Ταυτόχρονα, μέσω του Λούβαρι, είχε επιτευχθεί η μεταστροφή του Γερμανού διπλωμάτη Γκραίβενιτς, ώστε μόνον η αρνητική θέση του Γερμανού πάστορα απέμενε να αντιμετωπισθεί.
Ο Δαμασκηνός μερίμνησε και γι’ αυτό, κινητοποιώντας κοινούς γνωστούς που τον μετέπεισαν.
Θα αναρωτηθεί κανείς, πώς ήταν δυνατόν απέναντι σ’ αυτήν όλη τη δραστηριότητα του Δαμασκηνού και των φίλων του ο Χρύσανθος να καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Πράγματι, όμως, ήταν απολύτως παθητικός, παρά το γεγονός ότι του μεταφέρονταν οι εκάστοτε κινήσεις του αντιπάλου του, ο οποίος διεκδικούσε ευθέως πλέον την επάνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Μια ματιά στο ημερολόγιο του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών πείθει ότι ήταν γνώστης όλων των παρασκηνιακών ενεργειών, που τις αντιμετώπιζε με αδιαφορία και χωρίς αντίδραση:

«1 ΜΑΪΟΥ: Ήλθεν ο Καθηγητής και Πρόεδρος της Ακαδημίας κ. Γ. Σωτηρίου και μοι ανακοινοί ότι χθες μετέβη εις την Ακαδημίαν ο Καθηγητής του Μονάχου και νυν λοχαγός αρχιγκεσταπίτης Νταίλγκερ, περιάγων το φύλλον της "Εκκλησίας" εν ω εδημοσιεύθη η επί τη κηρύξει του πολέμου υπό της Γερμανίας κατά της Ελλάδος προκήρυξίς μου και της Ι. Συνόδου προς τον ελληνικόν στρατόν και λαόν, έλεγε δε εις τους παρισταμένους ακαδημαϊκούς και εις τον Γ. Σωτηρίου, τι είναι αυτά, τα οποία γράφει ο Αρχιεπίσκοπος κατά των Γερμανών; Ο Γ. Σωτηρίου τω είπεν ότι γνωρίζετε τον Αρχιεπίσκοπον και δύνασθε να μάθετε παρά του ιδίου. Εις εμέ όμως δεν ήλθεν ο Νταίλγκερ. Το ότι την επομένην της ελεύσεως των Γερμανών εις Αθήνας παρουσιάσθη ο Νταίλγκερ κρατών το φύλλον της "Εκκλησίας" και το ότι από της στιγμής της ελεύσεώς του ο κ. Δ. Πετρακάκος ήτο αχώριστος σύντροφος του Νταίλγκερ, με πείθουν ότι ο Δ. Πετρακάκος είναι ο επιδώσας το φύλλον εις τον εν λόγω καθηγητήν, ως αποδεικνύουν και αι κατόπιν ενέργειαι του Δ. Πετρακάκου.

25 ΜΑΪΟΥ: Έρχεται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαρωνείας Βασίλειος και μοι αγγέλλει ότι εις το πολιτικόν γραφείον του Τσολάκογλου είδεν ενθρονισμένους τους Μητροπολίτας Λαρίσης, Καρυστίας, Αλεξανδρουπόλεως, Ελασσώνος ετοίμους να εισαχθώσι παρά τω Τσολάκογλου.
Ήρχισαν, είπα κατ’ εμαυτόν, αι ραδιουργίαι.

26 ΜΑΪΟΥ: Ο Καρυστίας υποθέσας ότι ο Μαρωνείας θα μοι ανήγγελλε την επίσκεψίν του εις Τσολάκογλου ήλθε διά να απολογηθή και λέγει ότι ενώ περιεπάτει παρά τον Ευαγγελισμόν τον βλέπει ο Λαρίσης και του λέγει έλα να πάμε να επισκεφθώμεν τον Τσολάκογλου και να τον παρηγορήσωμεν και έτσι επήγε και αυτός. Εμειδίασα πικρώς και ενισχύθην εις την υποψίαν ότι είχον αρχίσει αι ραδιουργίαι.

27 ΜΑΪΟΥ: Επιτροπή του βιομηχανικού και εμπορικού κόσμου αποτελουμένη εκ των κ.κ. Θωμά Λαναρά, Σ. Τεγοπούλου και Μάκη Σινιόσογλου επισκέπτονται τον Τσολάκογλου και εφιστούν την προσοχήν του να μη δημιουργήση ζήτημα εκκλησιαστικόν και ταράξη την Εκκλησίαν, της οποίας η τάξις και η δύναμις είναι απαραίτητος κατά τους χαλεπούς τούτους καιρούς. Απαντά ότι τον Αρχιεπίσκοπον Χρύσανθον δεν τον θέλουν οι Γερμανοί και διά τούτο είμαι υποχρεωμένος να τον παύσω. Τα αυτά είχεν είπει προ ολίγων ημερών και εις τους επισκεφθέντας αυτόν Ζάνναν και Κ. Μοσκώφ».

Είναι καταφανής η πικρία που ένιωθε ο Χρύσανθος, παρακολουθώντας τις ενέργειες για την ανατροπή του, στις οποίες αναμιγνύονταν ακόμη και κάποιοι που μέχρι τότε δήλωναν αφοσιωμένοι στον ίδιο. Επρόκειτο για εκείνους που έβλεπαν να έρχεται νέα ηγεσία στην Εκκλησία της Ελλάδος και έσπευδαν να δηλώσουν φιλία προς τον επερχόμενο Αρχιεπίσκοπο. Φυσικά, πρώτοι είχαν σπεύσει οι δεδηλωμένοι αντίπαλοί του, όπως ο Μητροπολίτης Μεγαρίδος Ιάκωβος (ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για λίγες μέρες), ο οποίος έφερε βαρέως τον εκ μέρους του Χρυσάνθου περιορισμό των ορίων της δικαιοδοσίας του. Ο Ιάκωβος ήταν ο πλέον δραστήριος ιεράρχης για την ανατροπή του Χρυσάνθου, όπως προκύπτει και από την ακόλουθη εγγραφή στο ημερολόγιο του τελευταίου:

«1 ΙΟΥΝΙΟΥ: Ο φίλος Μ. μου φέρει φωτοτυπίαν του ακολούθου γράμματος του Μητροπολίτου Μεγαρίδος προς τον Γεωργάκην, δικηγόρον ευνοούμενον αυτού και του Δαμασκηνού και όργανον, ως λέγεται, των Γερμανών. Το γράμμα έχει ως εξής:
"Αγαπητέ μας κ. Γεωργάκη,
ο Μακαριώτατος Δαμασκηνός θα σας εζήτησε και θα σας εξέθεσε τα πράγματα τα εκκλησιαστικά. Πολύ και θερμώς παρακαλώ μετά του Στεφάνου και χωριστά ενεργήσατε παρά τοις κυρίοις αυτοίς να μας αφήσουν ησύχους να λύσωμεν ένα τοιούτον σπουδαίον διά την πίστιν μας ζήτημα που μας έχει λυώσει κυριολεκτικώς την καρδιά μας. Με το θάρρος της φιλίας και αγάπης απευθύνομαι προς υμάς, βέβαιος ότι δεν θα παρεξηγηθώ. Έγραψα και εις τον Στέφανον. Να μη το πάρη ως αστείον ή το αργοπορήση, διότι χρειάζεται ενέργεια. Παρακαλώ εχεμύθειαν.
Με αγάπην, Μεγαρίδος Ιάκωβος".
Και το γράμμα αυτό είναι αποκαλυπτικόν των ενεργειών και ραδιουργιών. Οι "κύριοι αυτοί" είναι οι Γερμανοί και προ πάντων η Γκεσταπό, μεθ’ ης έχει στενάς σχέσεις ο Γεωργάκης και ο ομότροπος αυτώ Στέφανος, υιός δυστυχώς του καλού Γ. Στρέιτ. Έναντι των τοιούτων ραδιουργιών και υπό τοιαύτην φρικτήν δουλείαν, καθ’ ην όλοι οι οπωσδήποτε ισχύοντες είναι γερμανόδουλοι και όργανα των Γερμανών, τι να πράξη ο Αρχιεπίσκοπος; Να εξακολουθήση βαδίζων ακλινής την υψηλήν εκκλησιαστικήν και εθνικήν γραμμήν, την οποίαν εβάδισε καθ’ όλην την ζωήν και να πέση αλύγιστος παρά να λυγίση και να πέση. Εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας».

Την επομένη γράφει ο Χρύσανθος με καταφανή οργή:

«2 ΙΟΥΝΙΟΥ: Πληροφορίαι ότι η Γκεσταπό ανέλαβε το ζήτημα εις την απόλυτον διαχείρισίν της και ότι ο ιερεύς της εδώ γερμανικής κοινότητος Σαίφερ θελήσας να συστήση εις τους γκεσταπίτας σύνεσιν και σεβασμόν προς την Εκκλησίαν και τον Αρχιεπίσκοπον ηπειλήθη να συλληφθή και να φυλακισθή. Ούτω εβάφη ο κάλαμος αποφάσεως. Γκεσταπίται, Γκεσταπόδουλος Τσολάκογλου και ο ψευδοϋπουργός Θρησκευμάτων και Παιδείας Λογοθετόπουλος και οι όπισθεν αυτών ενεργούντες Δαμασκηνός και συντροφία καταστρώνουν το πρόγραμμα της παύσεως του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου».

Ελάχιστοι πραγματικοί φίλοι έχουν απομείνει στον Χρύσανθο, ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει πλέον ότι το τέλος εγγίζει για την κυοφορούμενη απομάκρυνσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Από αξιοπρέπεια, αρνείται να καταβάλει οποιαδήποτε προσπάθεια να αντικρούσει τις παρασκηνιακές διεργασίες που γίνονται και που τις πληροφορείται.

Η πλάστιγγα αρχίζει να γέρνει εις βάρος του. Στις 10 Ιουνίου 1941 ο Δαμασκηνός έστειλε στον Τσολάκογλου μία επιστολή, στην οποία, πλην του προσωπικού ζητήματός του, υπάρχουν και πολιτικές αιχμές, αδιανόητες όπως είδαμε για τον αντίπαλό του:
Κύριε Πρόεδρε,
Προ μηνός περίπου έσχομεν την ευκαιρίαν προφορικής μεθ’ υμών συζητήσεως επί του Εκκλησιαστικού ζητήματος, το οποίον διά τε την Ελληνικήν Εκκλησίαν και διά την συνείδησιν παντός του ευλαβούς Χριστιανικού ποιμνίου, εκκρεμεί από δύο και ημίσεος ετών, αναμένον την οριστικήν ρύθμισιν αυτού, συμφώνως προς τους Θείους και Ιερούς κανόνας και προς την μακραίωνα Εκκλησιαστικήν παράδοσιν. Εκ της συνομιλίας εκείνης απεκόμισα την βεβαιότητα, ότι η ανάγκη του διακανονισμού του περί ου πρόκειται ζητήματος είχε προσηκόντως εκτιμηθή υπό της Κυβερνήσεως, η οποία και διά της αρμοδίας υπηρεσιακής αρχής - του παρά τη Ιερά Συνόδω Επιτρόπου της Επικρατείας - επληροφορήθη περί της ακριβούς θέσεως του ζητήματος υπό κανονικήν και νομικήν έποψιν. Καθ’ όσον αφορά ειδικώς εις του υλικούς συντελεστάς της επιβολής της σημερινής εν τη Ελληνική Εκκλησία αρρυθμίας, ούτοι είναι τόσον γνωστοί εις το Πανελλήνιον, ώστε ουδεμία παρίσταται ανάγκη ευρυτέρας αναπτύξεως και ιδιαιτέρας μνείας.
Παρ’ ελπίδα όμως, από της ημέρας εκείνης, ου μόνον το υπό διακανονισμόν ζήτημα εξακολουθεί να παραμένη εν εκκρεμότητι, αλλά και θα εδικαιούτο τις ευλόγως να συναγάγη ότι καταβάλλονται ενέργειαι και, ίσως, διαφαίνονται διαθέσεις παραγνωρίσεως της υψίστης ηθικής σημασίας των αποτολμηθέντων εις βάρος της αδιαφθόρου πίστεως και των ιερών θεσμών της Αγιωτάτης Ελληνικής Εκκλησίας υπό την προστασίαν και ενεργόν συμμετοχήν της εκπεσούσης δικτατορίας. Η εικασία αύτη οσημέραι ενισχύεται εκ του πραγματικού γεγονότος ότι, παρά την ομόθυμον καταδίκην του διαπραχθέντος ανοσιουργήματος και παρά την έκδηλον μεταξύ του κλήρου και του λαού οργήν, ην προκαλεί η επί κεφαλής της Ελληνικής Εκκλησίας παρουσία των μετά της τότε πολιτικής εξουσίας συνταχθέντων προς ιδιοτελή περιγραφήν των απαρασαλεύτων Θείων και Ιερών Κανόνων, η επίσημος πολιτεία παραμένει εισέτι ανεκδήλωτος, συνεχίζουσα την παθητικήν αυτής στάσιν.
Ημείς δεν θέλομεν βεβαίως να παραδεχθώμεν, ότι, από της κυβερνητικής πλευράς, παροράται η σπουδαιότης, την οποίαν και από της εκκλησιαστικής και ευρύτερον από της εθνικής επόψεως εγκλείει η ταχίστη - άμεσος μάλιστα - επαναφορά εν τη Ελληνική Εκκλησία της κανονικής τάξεως και του σεβασμού προς τα από αιώνων εν αυτή δεδογμένα. Διότι, εάν τοιούτο τι όντως συνέβαινε, θα έπρεπε πάσα χριστιανική ψυχή να κλονισθή εν τη πίστει αυτής επί την αξίαν και την αποστολήν της Εκκλησίας ως θεσμού ιερού και επί την σπουδαιότητα της Πίστεως ως θεμελιώδους προϋποθέσεως διά την ύπαρξιν και την εφεξής σταδιοδρομίαν του Ελληνικού Έθνους. Διά την ημετέραν όμως συνείδησιν η τοιαύτη εκλογή εξακολουθεί να είναι απαράδεκτος, διότι έχομεν εδραίαν την πεποίθησιν, ότι είναι αδύνατον να υπάρξη Έλλην χριστιανός φρονών, ότι του χρόνου η πάροδος νομιμοποιεί τα αθέμιτα, εξαγνίζει τοιαύτα εγκλήματα και μεταστρέφει εις πράξεις δικαίου ό,τι αρχήθεν υπήρξε παράνομον και έκθεσμον και ασεβές.
Η Κυβέρνησις γνωρίζει βεβαίως και της γνώσεως ταύτης κατέχει επαρκή πειστήρια, ότι, εξ αιτίας του Αρχιεπισκοπικού, η ενότης εν τη Ελληνική Εκκλησία έχει ανεπανορθώτως διασπασθή, ο μεταξύ των ανωτέρων αυτής βαθμούχων και γενικώς του Κλήρου σεβασμός έχει υποστή βαθύτατον κλονισμόν, εις βαθμόν μάλιστα ακηρύκτου σχίσματος, τούτου δ’ ένεκα η Εκκλησία ν’ ανταποκριθή προς τας ευρείας και επιτακτικάς υποχρεώσεις, τας οποίας πάντοτε μεν, ιδιαίτατα δε σήμερον υπέχει έναντι της χειμαζομένης Πατρίδος. Πλην όμως της επισήμου Πολιτείας και εις έκαστον εκ των Ελλήνων χριστιανών έχει εμπεδωθή η πεποίθησις ότι η Εκκλησία, στερηθείσα της ψυχικής ενότητος αυτής, αντικανονικώς εκπροσωπουμένη, ασθενώς καθοδηγουμένη και απογυμνωθείσα τέλεον του εκ παραδόσεως απροσμετρήτου γοήτρου αυτής παρά τοις πιστοίς, δεν είναι εις θέσιν να υπηρετήση και επιβοηθήση, εγκύρως και αποτελεσματικώς, την πολιτείαν εις το τραχύ και επίπονον έργον της ανοικοδομήσεως των ερειπίων, τα οποία η πολεμική συμφορά επεσώρευσεν.
Κύριε Πρόεδρε,
Είναι γνωστόν και εντός και πέραν των ορίων της Ελληνικής Πολιτείας, οποία υπήρξεν η στάσις του κανονικώς εκλεγέντος την 5 Νοεμβρίου 1938 Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος, έναντι της καταλυθείσης Δικτατορίας, έτι δε οπόσας και οποίας ανεδέχθημεν και υπέστημεν κακουχίας, σωματικάς και ψυχικάς επί δύο και ήμισυ έτη διά τον θρίαμβον του Δικαίου και την αναστήλωσιν του κύρους των ιταμώς παραβιασθέντων εκκλησιαστικών θεσμών και των ανευλαβώς σπιλωθέντων δογμάτων της Πίστεως. Και εφ’ όσον μεν εκυβέρνα την Χώραν ταύτην η αυθαιρεσία της ηθικώς αδιστάκτου Δικτατορίας, δεν είχομεν έτερον μέσον πλην της αγογγύστου ανοχής των διώξεων και της εγγράφου διαμαρτυρίας. Και εκείνας όθεν υπέστημεν και εις διαμαρτυρίαν έγγραφον προέβημεν, ταύτης δε ακριβές αντίγραφον έχει ήδη περιέλθει υπ’ όψει Υμών. Εν τη πίστει όμως επί το δίκαιον του αναληφθέντος αγώνος είχομεν συναρωγόν την εδραίαν πίστιν ότι τα αποτολμηθέντα θ’ αποκαθίσταντο, θεία ευδοκία, υπό της διαδόχου καταστάσεως, οιαδήποτε και αν ήτο αύτη.
Ήδη οπότε επέστη το πλήρωμα του χρόνου απευθυνόμεθα προς τους εκπροσώπους της διαδόχου Καταστάσεως και ποιούμεθα έκκλησιν προς την χριστιανικήν συνείδησιν αυτών εξ ονόματος της αγίας ημών Πίστεως, των θείων και Ιερών κανόνων και της ακιβδήλου Ιεράς Παραδόσεως, της οποίας η Ελληνική Εκκλησία παρέμεινεν αείποτε αδιάφθορος θεματοφύλαξ, παρακαλούντες, όπως δοθή εις την εκκρεμότητα λύσις Κανονική και αποκατασταθή ούτω εις την Ελληνικήν Εκκλησίαν ρυθμός ομαλός εις τρόπον, ώστε αύτη ν’ αποβή και αύθις πάνσεπτος θεσμός και ισχυρός οργανισμός γονίμου εθνικής και κοινωνικής δράσεως. Παράτασις της εκκρεμότητος περικλείει βασίμους κινδύνους εκδηλώσεων δυσμενών προς την σημερινήν ανώμαλον, έκθεσμον και ηθικώς απόβλητον εκκλησιαστικήν τάξιν, ήτις και το κύρος της Εκκλησίας συνέτριψε και την αποστολήν αυτής εξέτρεψεν από την φαεινήν τροχιάν, την οποίαν μακραίων παράδοσις αγώνων και θυσιών διεχάραξεν ανεξάλειπτον εις τας δέλτους των μεγάλων πεπρωμένων του χριστιανικού ελληνισμού.
Κύριε Πρόεδρε,
Ο αγών, εις ον, πεποιθότες επί Κύριον, απεδύθημεν όλαις δυνάμεσι, επιδοκιμάζεται υπό πάντων των Ελλήνων και υπό πασών των Χριστιανικών Εκκλησιών ομοδόξων και ετεροδόξων, διότι δεν είναι αγών προσωπικός ούτε πρόκειται απλώς περί του Αρχιεπισκοπικού αξιώματος, το οποίον κανονικώς εν πάσιν απεδέχθημεν και κατέχομεν, χωρίς να δύναται να αφαιρέση τούτο ουδεμία αυθαιρεσία, συνενοχή ή αδιαφορία της κοσμικής εξουσίας. Διό και δεν ζητούμεν παρά της πολιτείας να λάβη ωρισμένην θέσιν έναντι του Εκκλησιαστικού ζητήματος, αν και εις τούτο προχωρούντες αναμφισβητήτως δίκαιον αίτημα θα προεβάλομεν, αφού εις την ικανοποίησιν της καταπατηθείσης θείας και ανθρωπίνης δικαιοσύνης αποβλέπομεν. Ζητούμεν, μόνον, ίνα η Κυβέρνησις παράσχη την δυνατότητα της νομίμου συγκλήσεως του συνόλου ή μέρους των Σ. Ιεραρχών Αυτής, ίνα ούτοι, όλως ελευθέρως και μακράν παντός θορύβου και πάσης κοσμικής επηρείας, κρίνουν, επί τη βάσει των θείων και ιερών Κανόνων και της διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας, το συγκινούν τον χριστιανικόν κόσμον εκκλησιαστικόν ζήτημα. Διά τούτο και απευθυνόμεθα σήμερον προς Υμάς, διότι οφείλομεν να εκπληρώσωμεν ολόκληρον το καθήκον ημών έναντι της Εκκλησίας και της Πολιτείας. Διότι πιστεύομεν, ότι δεν έχομεν το δικαίωμα ν’ αδιαφορήσωμεν. Αντιθέτως, έχομεν την υποχρέωσιν να διαχωρίσωμεν (όπως επράξαμεν και επί της εποχής της Δικτατορίας) έναντι της Ιστορίας και του Έθνους τας ευθύνας και δι’ όσα εις βάρος των ομοδόξων Εκκλησιών, δύνανται να επέλθουν δεινά, εάν παραμείνουν άνευ αποκαταστάσεως και άνευ των νενομισμένων επιτιμίων και κυρώσεων τα κατά της Πίστεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας αποτολμηθέντα εγκλήματα υπό την αιγίδα της τότε στυγνής και δυσσεβούς κοσμικής βίας.
Της Υμετέρας Εξοχότητος ένθερμος προς Κύριον ευχέτης
+Ο Αθηνών Δαμασκηνός
Εν Ψυχικώ τη 10 Ιουνίου 1941
Προς την Α.Ε. τον κ. Πρόεδρον
της Ελληνικής Κυβερνήσεως
Κατά σύμπτωση την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ελλάδα ο Γερμανός καθηγητής της θεολογίας Ντάιντλ, επικεφαλής ειδικής αποστολής, που αρχικά επισκέφθηκε το Άγιον Όρος και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αντικείμενο της αποστολής, μεταξύ άλλων, ήταν να αντιδράσει διακριτικά σε ενδεχόμενες ιταλικές προσπάθειες για διείσδυση της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα[8].

Αφού πλέον οι γερμανικές αντιρρήσεις είχαν αρθεί, υπογράφηκε από τους υπουργούς, πλην του Πλ. Χατζημιχάλη και του Δ. Πολύζου, το νομοσχέδιο "περί συγκλήσεως Μείζονος Συνόδου προς κανονικήν λύσιν του αρχιεπισκοπικού ζητήματος" και δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 1941. Η μόνη ουσιαστική αντίδραση του Χρυσάνθου ήταν να απευθύνει μια επιστολή προς τα μέλη της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, που κοινοποιήθηκε σε όλους τους άλλους ιεράρχες, στον πρωθυπουργό Τσολάκογλου και στον αρμόδιο υπουργό Λογοθετόπουλο. Στην επιστολή εκείνη δεν ανεγνώριζε τη νομιμότητα της Μείζονος Συνόδου, που επρόκειτο να συνέλθει, επικαλούμενος αντίστοιχα επιχειρήματα, και δήλωνε ότι δεν πρόκειται να αντιτάξει βία, αλλά και ότι εμμένει στην εκκλησιαστική τάξη. Κατέληγε δε ως εξής:
«Επί των ανωτέρω εφιστώντες την προσοχήν των αγίων αδελφών και συλλειτουργών καθ’ υποχρέωσιν εκ της μετ’ αυτών κανονικής κοινωνίας απορρέουσαν πιστεύομεν ότι θα αποφύγωσι να αναλάβωσι τας βαρυτάτας του αντικανονικού τούτου εγχειρήματος ευθύνας, και θα πράξωσι παν το εφ’ εαυτοίς προς ανατροπήν τούτου, αποβλέποντες δε εις το κρίσιμον των περιστάσεων θα διαφυλάξωσι την γαλήνην και την ενότητα της Εκκλησίας και θα αποστρέψωσιν απ’ αυτής τον δεινόν σάλον, όστις απειλείται να εγερθή εν περιπτώσει καθ’ ην θελήσωσι να καταστώσιν απλά εκτελεστικά όργανα πράξεως υπό μόνης της κοσμικής εξουσίας επιχειρηθείσης και δη υπό Κυβερνήσεως εις ην εν ίσω τουλάχιστον βαθμώ προσήκει ο εν τη εισηγητική εκθέσει περιεχόμενος χαρακτηρισμός της προηγουμένης Κυβερνήσεως “ως δικτατορικής”, τελούσης δ’ επί πλέον υπό κατοχήν αλλοδόξων δυνάμεων, να στήσωσι δ’ ούτω θρόνον αντικανονικόν επί των καπνιζόντων ερειπίων της διαμελισθείσης Ελλάδος και της υποδουλωθείσης Πατρίδος, Εκκλησίας και Έθνους». 
Οι φράσεις της αρχιεπισκοπικής αυτής επιστολής ήταν βαρύτατες και ίσως μοναδικές, αν μάλιστα συγκριθούν με το πνεύμα της επιστολής Δαμασκηνού προς Τσολάκογλου, η οποία δημοσιεύθηκε αυτούσια προηγουμένως. Ασφαλώς γνώριζε ότι επρόκειτο για μία από τις τελευταίες πράξεις του, όσο πολύ καλύτερα ακόμη γνώριζε ότι η πορεία είναι αναπότρεπτη. Την παραμονή της ημέρας που θα συνερχόταν η Μείζων Σύνοδος, ο Χρύσανθος τίμησε τους συνεργάτες του με απονομή διακρίσεων και με επιστολές του. Αν και δεν υπήρχε γραπτή νύξη, ο αποστολέας και οι παραλήπτες γνώριζαν καλά ότι οι επιστολές είχαν αποχαιρετιστήριο χαρακτήρα. 

Η Μείζων Σύνοδος συνήλθε στις 2 Ιουλίου, με την παρουσία 22 ιεραρχών, και επανέφερε τον Δαμασκηνό στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, θεωρώντας έγκυρη την εκλογή της 5ης Νοεμβρίου 1938 και άκυρη την εκλογή του Χρυσάνθου που ακολούθησε.
Ύστερα από όλα αυτά, στις 6 Ιουλίου 1941 έγινε η ενθρόνιση του Δαμασκηνού στη Μητρόπολη Αθηνών και παραβρέθηκαν ο Τσολάκογλου και οι υπουργοί του, εκπρόσωποι των γερμανικών και των ιταλικών αρχών κατοχής, οι ιεράρχες που βρίσκονταν στην Αθήνα και οι αρχηγοί των ξένων δογμάτων, ανάμεσα στους οποίους και ο αρχιραββίνος Κόρετς.

Εν είδει επιλόγου, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να πληροφορηθούμε από τον «απερχόμενο» Αρχιεπίσκοπο το κλίμα που επικρατούσε τότε στο περιβάλλον του «αντιδίκου» του, του Δαμασκηνού. Για τις ημέρες εκείνες, που υπήρξαν τόσο καθοριστικές, ο μέχρις εκείνης της ώρας νόμιμος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος έχει καταχωρίσει στο ημερολόγιό του, που δημοσιεύθηκε το 1972, ορισμένες ενδιαφέρουσες εγγραφές:

«2 ΙΟΥΛΙΟΥ: Εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου συνέρχονται οι αποτελούντες την "Μείζονα Σύνοδον" εγκάθετοι αρχιερείς εν τελεία αγνοία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου, συνεχίζοντος τα καθήκοντά του εν τω παραπλεύρως κειμένω μεγάρω της Αρχιεπισκοπής. Με επισκέπτεται ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ακαρνανίας Ιερόθεος και μοι λέγει ότι ο Πετρακάκος (Κυβερνητικός Επίτροπος διορισθείς εσχάτως υπό της ψευδοκυβερνήσεως Τσολάκογλου) λέγει προς τον Μητροπολίτην Μαντινείας Γερμανόν και άλλους μητροπολίτας διστάζοντας, να έχουν θάρρος και να σπεύσουν διότι οι Γερμανοί βαδίζουν προς την Μόσχαν. Μοι λέγει ακόμη ότι έχει ίδει και ο ίδιος τον Τσολάκογλου και εις σύστασίν του να προσέξη εις το ζήτημα της Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου είπεν ότι οι Γερμανοί ζητούν την παύσιν του Αρχιεπισκόπου.

3 ΙΟΥΛΙΟΥ: Κατά την τάξιν μεταβαίνω και πάλιν εις την Αρχιεπισκοπήν ωσεί μη έχη μεσολαβήσει τίποτε. Το εσπέρας επανέρχομαι εις την κατοικίαν μου διά να επανέλθω πάλιν την επαύριον. Αλλά κατά την κάθοδον της κλίμακος της οικίας μου θραύεται ο δεξιός πους. Κατακλίνομαι αμέσως και καλώ τον ιατρόν Β. Μπουγιούκον, όστις λέγει ότι κλινικώς δεν βλέπει θραύσμα, αλλά ο πόνος εξακολουθεί.

4 ΙΟΥΛΙΟΥ: Σηκώνομαι προσπαθών να πατήσω αλλ’ οι πόνοι είναι οδυνηροί και είναι ανάγκη να μεταβώ εις την Αρχιεπισκοπήν διότι έχω συγκαλέσει εις συνεδρίασιν την ολομέλειαν της Φιλοπτώχου Αδελφότητος. Δοκιμάζω να υποδυθώ, αλλ’ είναι αδύνατον. Αναγκάζομαι να επανακλιθώ και να καλέσω τον χειρούργον ιατρόν Σμπαρούνην· έρχεται ο ιατρός και διαπιστοί θλάσιν του ποδός και λέγει ότι είναι ανάγκη να μεταφερθώ εις τον Ευαγγελισμόν.

5 ΙΟΥΛΙΟΥ: Αιρόμενος υπό νοσοκόμων ελθόντων επί τούτω τοποθετούμαι εις το αυτοκίνητον της Αρχιεπισκοπής και οδηγούμαι εις τον Ευαγγελισμόν ένθα γίνεται ακτινογραφία και διαπιστούται η θλάσις του ποδός. Άγομαι κατόπιν εις ιδιαίτερον δωμάτιον και αμέσως εισάγομαι εις το χειρουργείον ένθα ο Σμπαρούνης μετά του ορθοπεδικού Χατζηγεωργίου περιβάλλουσι διά γύψου τον πάσχοντα πόδα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αγγέλλει ότι εκ της Αρχιεπισκοπής τηλεφωνούν ζητούντες το αυτοκίνητον διά να οδηγήση τον Δαμασκηνόν εις τον ναόν διά την διαβεβαίωσιν και δίδεται η άδεια να μεταβή.

6 ΙΟΥΛΙΟΥ: Από πρωίας με επισκέπτεται πλήθος κόσμου. Είμαι συγκεκινημένος. Μετά μεσημβρίαν εξακολουθεί η αυτή συρροή του πλήθους. Περί το εσπέρας αρχίζουν να κρούουν χαρμοσύνως οι απ’ αρχής του πολέμου εντολή της Αρχιεπισκοπής σιγήσαντες κώδωνες των εκκλησιών..., διά την ενθρόνισιν...».
********************************************************************************
[1] Αναδημοσιεύεται εις Γεωργ. Τασούδη, Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ο από Τραπεζούντος και η εθνική και εκκλησιαστική δράσις του 1926-1949, βιβλίον δεύτερον, Αθήναι 1972, σελ. 433.
[2] Οι συνυπογράφοντες ήταν οι: Δράμας Βασίλειος, Τρίκκης και Σταγών Πολύκαρπος, Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ, Ελασσώνος Καλλίνικος, Χαλκίδος Γρηγόριος και Καρυστίας και Σκύρου Παντελεήμων.

[3] Ο καθηγητής Μπρατσιώτης είχε γράψει επ’ αυτού σε επιστολή που είχε στείλει προς την εφημερίδα που είχε δημοσιεύσει το 1950 τα απομνημονεύματα του Νικ. Λούβαρι:
«Εις το υπ’ αριθ. 4 άρθρον των απομνημονευμάτων του κ. Λούβαρι, το δημοσιευθέν την 6 Απριλίου εν τη υμετέρα εφημερίδι, ομιλών ούτος περί του αοιδίμου αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, επί τη βάσει εσφαλμένων εντυπώσεων τρίτων, διατείνεται ότι “ο Χρύσανθος ανεγνώριζε την ανάγκην και την χρησιμότητα της κατοχικής Κυβερνήσεως” και περαιτέρω ότι “η άρνησίς του όπως παραστή εις την ορκωμοσίαν απέρρεεν από την επιθυμίαν να παραμείνη η Εκκλησία μακράν των παθών και των πολιτικών αντιθέσεων, μακράν της δίνης και της καταιγίδος που είχεν εκσπάσει”. Συνδεόμενος διά στενής φιλίας μετά του αλησμονήτου πρωθιεράρχου και επισκεπτόμενος αυτόν είπερ ποτέ συχνότερον κατά τας πονηράς εκείνας ημέρας, επομένως δ’ ων εις θέσιν να γνωρίζω καλύτερον τας σκέψεις του ανδρός, όπως γνωρίζω καλύτερον και τον χαρακτήρα και το ένδοξον παρελθόν του, θεωρώ καθήκον μου προς την μνήμην αυτού και προς την ιστορίαν να διαφωνήσω προς τους σχετικούς ισχυρισμούς του αγαπητού μου συναδέλφου. Διαβεβαιώ, λοιπόν, ότι ο αείμνηστος Χρύσανθος, ασχέτως προς την ορθότητα ή μη της γνώμης του, ήτο, ως ενθυμούνται πάντες οι σχόντες την τιμήν να επικοινωνούν μαζί του, εναντίον του σχηματισμού κατοχικής Ελληνικής Κυβερνήσεως, αντί της οποίας προετίμα την απ’ ευθείας υπό του κατακτητού, ή έστω και δι’ ανωτέρων Ελλήνων υπαλλήλων πολιτικήν διοίκησιν της χώρας· αν δε ηρνήθη να ορκίση την Κυβέρνησιν, το έπραξε διότι εθεώρει, ως έλεγεν, “ανάξιον εαυτού να επισημοποιήση Κυβέρνησιν αντλούσαν το κύρος της από την θέλησιν του κατακτητού”, του οποίου την εισβολήν είχε δριμύτατα καυτηριάσει διά διαγγέλματος προς τον Ελληνικόν λαόν, εις τον οποίον κατακτητήν είχεν απαξιώσει να παραδώση την πρωτεύουσαν, ως είχε προταθή ήδη υπό του πρώην υπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, προ της αναχωρήσεώς του, και εις τον στρατηγόν του οποίου κατακτητού επισκεφθέντα αυτόν άμα τη αφίξει του εις την καταληφθείσαν πρωτεύουσαν, απηξίωσε να ανταποδώση προσωπικώς την επίσκεψιν, ίνα μη αναφέρωμεν το τηλεγράφημά του προς τον Σέρβον Πατριάρχην Γαβριήλ επί τη κηρύξει του κατά της Γιουγκοσλαβίας γερμανικού πολέμου. Εν άλλοις λόγοις, εάν ο αείμνηστος Βασιλεύς Γεώργιος και οι δύο ιστορικοί πρωθυπουργοί του είπον το “όχι” εις τους εισβολείς, ο Χρύσανθος είχε το σθένος να είπη το πρώτον όχι εις τους κατακτητάς, αναδειχθείς ούτω και διά της έπειτα μυστικής του δράσεως εις την υπ’ αριθ. 1 αντίστασιν του Ελληνικού λαού. Ακριβώς δε η μέχρι περιφρονήσεως αγέρωχος στάσις του υπερόχου τούτου ανδρός έναντι της τε Κυβερνήσεως Τσολάκογλου και του κατακτητού, εν συνδυασμώ προς τας ενεργείας λογίων τινών Ελλήνων (όχι του κ. Λούβαρι), οι οποίοι είχον επιδείξει εις την Γερμανικήν στρατιωτικήν κατοχήν διά μέσου του εδώ τότε υπηρετούντος ως λοχαγού καθηγητού Νταίλγκερ (του Μονάχου) το μνημονευθέν διάγγελμα του αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου, εν τω οποίω μεταξύ των άλλων ο Χίτλερ εχαρακτηρίζετο ως “Εκατόγχειρ”, προ παντός, λέγω, η τοιαύτη στάσις του ανδρός υπήρξεν η κυρία αιτία της πτώσεως αυτού, ως γνωρίζει κάλλιον παντός άλλου ο αντιπρόεδρος της τότε Κυβερνήσεως και υπουργός επί της Παιδείας κ. Λογοθετόπουλος. Όσον αφορά εις την υπό του κ. Λούβαρι αναφερομένην δυσφορίαν κύκλων τινών εκ της αναμίξεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εις το αρχιεπισκοπικόν ζήτημα, ας επιτραπή εις ημάς να παρατηρήσωμεν α) ότι δεν προσέφυγεν εις το Συμβούλιον ο Χρύσανθος, αλλά τρεις έγκριτοι αρχιερείς, και β) ότι πάντως το ανώτατον τούτο της Ελληνικής Πολιτείας διοικητικόν δικαστήριον ήτο αρμοδιώτερον να αποφανθή περί της νομιμότητος της επί τη βάσει νόμου διεξαχθείσης αρχιεπισκοπικής εκλογής, παρά η Κυβέρνησις του Βερολίνου ή η κατοχική Κυβέρνησις, ήτις ουδένα άλλον λόγον υπάρξεως και ουδεμίαν άλλην αποστολήν είχεν, εκτός της μερίμνης περί της διατηρήσεως της εθνικής ενότητος και της επιβιώσεως του υποδουλωθέντος Ελληνικού λαού. Τέλος ως προς την ικανότητα του Χρυσάνθου να υπηρετήση την δουλωθείσαν πατρίδα, εάν δεν εξεθρονίζετο, ήτο ικανή εγγύησις η πολυύμνητος δράσις του εις την πολυπαθή Τραπεζούντα αφ’ ενός (1915-1922) και εις τας Αθήνας αφ’ ετέρου με την υπ’ αυτού ιδρυθείσαν άμα τη εκρήξει του πολέμου θαυμασίαν “Πρόνοιαν υπέρ των στρατευομένων”, εις την οποίαν προσέφερεν εν συναγερμώ πολυτίμους υπηρεσίας λεγεών όλη εγκρίτων μελών της πρωτευούσης. Περί δε των άλλων προσόντων του ανδρός δεν λέγω τι, διότι ταύτα αναγνωρίζονται και υπό του κ. Λούβαρι».

[4] Ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε γράψει, σε συνέχεια της επιστολής του καθηγητή Μπρατσιώτη:
«Μη παρακολουθήσας εξ αρχής την εξιστόρησιν των κατά την Κατοχήν του κ. Λούβαρι, είδον εκ της χθεσινής προς υμάς επιστολής του καθηγητού κ. Π. Μπρατσιώτη, ότι ο κ. Λούβαρις, αναφερόμενος εις τους λόγους διά τους οποίους ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος ηρνήθη να ορκίση την Κυβέρνησιν Τσολάκογλου, έγραψεν ότι το έπραξε, διότι εθεώρει “ανάξιον εαυτού να επισημοποιήση κυβέρνησιν, αντλούσαν το κύρος της από την θέλησιν του κατακτητού”. Επειδή τούτο δύναται να εκληφθή ως υπονοούν ότι ο αείμνηστος, εις την περίπτωσιν αυτήν, υπεράνω του εθνικού συμφέροντος έθετε το προσωπικόν του κύρος, παρακαλώ να μου επιτρέψητε να σας πληροφορήσω τα κάτωθι: Έχων τότε ευκαιρίαν, ως Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου, καθημερινής μετά του αειμνήστου ανδρός επαφής, και παρακολουθήσας εκ του σύνεγγυς το ζήτημα, είμαι εις θέσιν να γνωρίζω, πώς ακριβώς εξειλίχθη. Πράττω τούτο μετά πολλής δυσκολίας, διότι ο μεταστάς απεστρέφετο πάσαν δημοσιότητα περί την δράσιν του και το έργον του, εφ’ όσον όμως ήρχισαν να κυκλοφορούν γραπτώς εντυπώσεις, μη αποδίδουσαι καλώς ό,τι πραγματικώς έγινε, φρονώ ότι είναι χρέος και προς την ιστορικήν αλήθειαν, αλλά και προς αυτό το Έθνος, ίνα η υψηλά ηθικώς ισταμένη προσωπικότης του εκλιπόντος, η οποία και διά τους επιγενομένους θα αποτελή πηγήν εμπνεύσεως και φρονηματισμού, μη σκιασθή από τοιαύτας πληροφορίας.
Το απόγευμα της προτεραίας της ορκωμοσίας της Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, μου είχεν είπει ότι θα τον επεσκέπτετο ο οικογενειακώς μετ’ αυτού συνδεόμενος και μέλλων να μετάσχη της ορκισθησομένης Κυβερνήσεως κ. Πλ. Χατζημιχάλης, διά να τον παρακαλέση να μη επιμείνη εις την άρνησίν του, όπως ορκίση την Κυβέρνησιν Τσολάκογλου. Όταν τον ηρώτησα, εάν θα συνέχιζεν επιμένων να μη ορκίση την Κυβέρνησιν, μου είπεν απλώς ότι και πάλιν θα ηρνείτο. Την επομένην το πρωί, όταν ενωρίς εισήλθον διά την συνήθη συνεργασίαν εις το γραφείον του, τον είδον να φέρη τα σημεία κοπώσεως περισσότερα ή κατά τας προηγουμένας αγωνιώδεις εκείνας ημέρας. Μαντεύων την αιτίαν, τον ηρώτησα εάν δεν υπήρχε περιθώριον επανεξετάσεως του ζητήματος της ορκωμοσίας της Κυβερνήσεως. Τότε εκείνος, με τον συνήθη ήρεμον τρόπον του, αλλά και έχων πλήρη την συναίσθησιν ότι, κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς ολοκλήρου του Έθνους, τα βλέμματα ήσαν εστραμμένα προς αυτόν, μου είπε: “Δεν ηθέλησα να κάμω κάτι, το οποίον να είναι αντίθετον προς την παράδοσιν της Εκκλησίας και προς τα συμφέροντα του Έθνους. Χθες βράδυ με επεσκέφθη ο κ. Χατζημιχάλης και επί δύο και ημίσειαν ώρας συνεζήτησα το θέμα μαζί του. Του ηρνήθην. Απόψε δε, εις ολονύκτιον προσευχήν, επανεξήτασα το ζήτημα, εάν θα πρέπει να ορκίσω την Κυβέρνησιν Τσολάκογλου, αλλά και πάλιν είδον ότι πρέπει να αρνηθώ. Ο όρκος δι’ εμέ είναι ιερός και δεν νομίζω ότι πρέπει να συνεργήσω εις ορκωμοσίαν, η οποία εκ προτέρου γνωρίζω ότι δεν είναι αληθής, και επομένως αποτελεί εμπαιγμόν της ορκωμοσίας. Διότι οι ορκιζόμενοι εις ποίον θα ομόσουν πίστιν, αφού την προέλευσίν των και την υπόστασίν των την αντλούν εκ του κατακτητού; Κυβέρνησις Ελληνική εξακολουθεί να υπάρχη. Εδώ πρέπει να κυβερνήσουν ή οι κατακτηταί απ’ ευθείας ή Έλληνες ανώτεροι υπάλληλοι”. Όταν δε του υπεδήλωσα τας συνεπείας, τας οποίας θα είχε η επιμονή του εις την άρνησιν, τότε εκείνος μου απήντησε, και πάλιν ηρέμως, αλλά σαφώς: “Ανεμέτρησα όλας τας συνεπείας. Το περισσότερον, το οποίον είναι δυνατόν να μου κάμουν, είναι να μου αφαιρέσουν την ζωήν. Είμαι έτοιμος, προς το συμφέρον του Έθνους και εν τη εκτελέσει του καθήκοντός μου να αποθάνω”.
Πόσον αυτήν την υπέροχον στάσιν την υπηγόρευσεν ανωτέρω εκκλησιαστική και εθνική συνείδησις και όχι ο φόβος μήπως θιγή το προσωπικόν του κύρος, αποδεικνύεται εκ του ότι αυτό, το οποίον δεν ήθελε να γίνη υπό του ιδίου, ως του ανωτάτου εκκλησιαστικού λειτουργού, δεν επεθύμει να γίνη και υπ’ ουδενός άλλου κληρικού. Δι’ αυτό, επειδή κατ’ εκείνην την πρωίαν έπρεπε να μεταβή εις την κηδείαν του συζύγου της κ. Σοφίας Σπανούδη, και φοβούμενος μήπως κατά την διάρκειαν της απουσίας του υποκλαπή η εντολή προς εφημέριόν τινα της Αρχιεπισκοπής και εκείνος τελέση την ορκωμοσίαν, επειδή δε και ο πρωτοσύγγελός του ησθένει, επεφόρτισε τον υποφαινόμενον να μη απομακρυνθή εκ της Αρχιεπισκοπής και να επιστατήση, ίνα μη, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, εκφύγη τυχόν εκ του Αρχιεπισκοπικού Γραφείου, εντολή προς τέλεσιν της ορκωμοσίας υπό οιουδήποτε κληρικού».
Ανεξάρτητα από το τι έγραφε ο αρχιμανδρίτης Ιερώνυμος Κοτσώνης, ο ίδιος είχε κάπως διαφορετική άποψη για την κατοχική κυβέρνηση, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο.

[5] Στην επιστολή του έγραφε ο αρχιμανδρίτης Νικόδημος Βαλληνδράς:
«Εν συνεχεία της δημοσιευθείσης σήμερον επιστολής του πανοσιολ. Αρχιμανδρίτου κ. Ιερωνύμου Κοτσώνη περί της στάσεως του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου έναντι του ζητήματος της ορκωμοσίας της πρώτης κατοχικής Κυβερνήσεως Τσολάκογλου, παρακαλώ να φιλοξενήσετε εις τας στήλας σας και τα εξής χαρακτηριστικώτατα και διαφωτίζοντα πλήρως το εν λόγω θέμα.
Ο υποφαινόμενος, διατελών τότε Αρχιδιάκονος του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου παρηκολούθησε το ζήτημα εκ του σύνεγγυς. Από του στόματος δε του ιδίου ήκουσε τας εξής τρεις βασικάς γραμμάς, επί των οποίων εστήριξεν ο αοίδιμος Πρωθιεράρχης την επίμονον άρνησίν του να ορκίση την Γερμανοπρόβλητον εκείνην Κυβέρνησιν.
1. Από απόψεως εθνικής. Εις ημέρας τόσον κρισίμους διά το Έθνος – είπεν εις τον υποψήφιον υπουργόν και γνώριμόν του κ. Χατζημιχάλην – παρίσταται απόλυτος ανάγκη να υπάρχη ως εθναρχία, τρόπον τινά, η Εκκλησία, συγκεντρώνουσα περί Αυτήν όλας τας υπολειφθείσας δυνάμεις του Έθνους και παραμένουσα αυτή, εν μέσω της γενικής αποσυνθέσεως, ως ο ενωτικός παράγων ο συνενών τον Λαόν. Τουλάχιστον απέναντι της Εκκλησίας έπρεπε όλοι οι Έλληνες να είναι ενωμένοι. Ήτο απολύτως απαραίτητον να διασωθή ένα εθνικόν κεφάλαιον, όπως η Εκκλησία, με καθολικόν και αμείωτον κύρος έναντι του Λαού, ώστε οι πάντες ν’ αποβλέπουν εις αυτήν μετ’ εμπιστοσύνης και να συνενώνωνται πέριξ αυτής “ως η όρνις επισυνάγει τα νοσσία εαυτής, υπό τας πτέρυγας” (Ματθ. κγ 37).
Είναι εκ προτέρων βέβαιον – προσέθετε – ότι απέναντι της γερμανοπροβλήτου Κυβερνήσεως ο Λαός θα διαιρεθή εις συμπαθούντας προς αυτήν και εις δυσμενώς προς αυτήν διακειμένους, ως και συνέβη άλλως τε. Εάν λοιπόν η Εκκλησία ώρκιζε τοιαύτην Κυβέρνησιν, τότε οι θεωρούντες ως ουχί εθνικώς ωφελίμους τας υπηρεσίας της Κυβερνήσεως θα επικρίνουν και την Εκκλησίαν ως περιβαλούσαν διά του κύρους της ταύτην, του μεγαλυτέρου δηλ. απομείναντος κύρους εις την υποδουλωθείσαν Χώραν μας. Διά να μη εκπέση λοιπόν εις τας συνειδήσεις των πιστών η Εκκλησία, αλλά να διατηρηθή το σπουδαίον εθνικόν κεφάλαιον ενότητος και κύρους, επεβάλλετο να χωρίση τας ευθύνας της και να μη συνταυτίση την τύχην της με τας υπό του Κατακτητού προβαλλομένας Κυβερνήσεις.
2. Από απόψεως καθαρώς εκκλησιαστικής. Θα παραμείνη παροιμιώδης εις ημάς η επιγραμματική φράσις του ως υπευθύνου αρχηγού της Εκκλησίας. Εάν – είπε – τα ορμητικά κύματα παρασύρουν το σκάφος της Εκκλησίας και το ρίψουν επί των βράχων, ας μη δύναται να καταλογισθή εις τον ταχθέντα Κυβερνήτην του σκάφους ότι ή αυτός το έρριψεν επί των βράχων ή δεν έλαβε τα μέτρα του, διά να προλάβη την συμφοράν. Ενδέχεται – προσέθετε – να κινηθούν λυσσωδώς διάφοροι παράγοντες διά να παρασύρουν την Εκκλησίαν εις δρόμον κακόν και ολέθριον δι’ αυτήν και διά το Έθνος. Έργον του Κυβερνήτου όμως είναι να μη συμπράξη ποτέ εις τούτο, αλλά να αντιδράση όσον δύναται.
3. Από απόψεως αφορώσης το πρόσωπόν του. Πλην των γραφομένων εν τη επιστολή του Αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου Κοτσώνη, προσέθετε και τα εξής: Αι μέχρι σήμερον υπηρεσίαι μου προς την Εκκλησίαν και το Έθνος κατέστησαν και την προσωπικότητά μου εθνικόν και εκκλησιαστικόν κεφάλαιον. Δεν ανήκω λοιπόν εις τον εαυτόν μου. Ούτε δικαιούμαι να αμαυρώσω την ιστορίαν μου και το παρελθόν μου, διότι δεν ανήκουν εις εμέ, αλλ’ είναι της Εκκλησίας και του Έθνους».

[6] Ενδιαφέρουσα ασφαλώς είναι η άποψη, που εκφράζει στα απομνημονεύματά του ο Ν. Λούβαρις, αναφορικά με την εναλλαγή στον αρχιεπισκοπικό θρόνο:
«...Προς τον ιεράρχην αυτόν [τον Δαμασκηνόν] με συνέδεον εικοσαετείς περίπου δεσμοί φιλίας. Διά τούτο ετέλουν εις επαφήν προς αυτόν και αφού απομακρυνθείς από τον θρόνον του Αρχιεπισκόπου καθ’ ον τρόπον απεμακρύνθη, ενεκλείσθη εις ένα κελλίον της εν Σαλαμίνι μονής της Φανερωμένης. Άμα τη καθόδω των Γερμανών ηλευθερώθη αυτομάτως και έσπευσεν εις Αθήνας, διεκδικών τα δικαιώματά του επί του θρόνου της πόλεως ταύτης. Προς τούτο απηυθύνθη προς τον πρωθυπουργόν, ο οποίος και συνεπάθει αυτόν ένεκα των δεσμών, που τον συνέδεαν προς την Κόρινθον, όπου διετέλεσε επί μακρά έτη μητροπολίτης ο Δαμασκηνός, αναπτύξας πολυσχιδή και παντός επαίνου αξίαν δράσιν. Αλλ’ ο Τσολάκογλου συνήντα δυσχερείας. Υπήρχον υπουργοί συνδεόμενοι με τον αείμνηστον Χρύσανθον και φρονούντες ότι ήτο ο κανονικώς εκλελεγμένος αρχιεπίσκοπος της Ελληνικής Εκκλησίας.
Εξ άλλου η άρνησις του Χρυσάνθου όπως ορκίση την κατοχικήν κυβέρνησιν δεν ωφείλετο εις λόγους εχθρότητος προς αυτήν. Ανεγνώριζε την ανάγκην και την χρησιμότητά της. Και εις τον κ. Χατζημιχάλην, ο οποίος τον είχε παρακαλέσει να ορκίση την κυβέρνησιν, εξέφρασε τα συγχαρητήριά του διά τον σχηματισμόν της και διά τον ηρωισμόν των αναλαβόντων αυτήν και τας ευθύνας, που συνεπήγετο ούτος. Η άρνησίς του όπως παραστή εις την ορκωμοσίαν απέρρεεν, ως εβεβαίωσεν, από την επιθυμίαν να παραμείνη η Εκκλησία μακράν των παθών και των πολιτικών αντιθέσεων, μακράν της δίνης και της καταιγίδος που είχεν ήδη εκσπάσει. Δεν εσήμαινε λοιπόν αποδοκιμασίαν της κυβερνήσεως. Ο Χρύσανθος προήρχετο από το Φανάρι και εγνώριζε την πολιτικήν του Γεροντισμού και την χρησιμότητά του, ακριβώς όπως και δύο ή τρεις άλλοι διαπρεπείς Ιεράρχαι που ανήκον άλλοτε εις το κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Παρ’ όλην την κολακευτικήν επιστολήν την οποίαν απηύθυνε προς τον Τσολάκογλου ο Δαμασκηνός και εις την οποίαν εξέφραζε μάλιστα και την χαράν του «διά την απελευθέρωσιν της πατρίδος από την τυραννίαν της 4ης Αυγούστου» ήτο υποχρεωμένος ο Τσολάκογλου να πείση πρότερον τους αντιφρονούντας εκ των υπουργών του. Αλλ’ ούτοι παρέμενον ανένδοτοι.
Τότε με ενεθυμήθη ο Δαμασκηνός και δι’ εμπίστου προσώπου με παρεκάλεσε να ασκήσω όλην μου την επιρροήν επί του κ. Πλ. Χατζημιχάλη, παλαιού φίλου, και να πείσω αυτόν όπως άρη τας αντιρρήσεις του. Παρ’ όλα όμως τα διαβήματά μου, ο τότε υπουργός της Εθνικής Οικονομίας ενέμεινεν εις τας απόψεις του.
Είχε την γνώμην ότι η κυβέρνησις είχεν υπηρεσιακόν ούτως ειπείν χαρακτήρα και ότι κατ’ ακολουθίαν δεν είχε το δικαίωμα να θίξη όσα είχε θεσπίσει η ελευθέρα Ελλάς, πολύ δε ολιγώτερον να επιληφθή ζητήματος τόσης σπουδαιότητος, ως το αρχιεπισκοπικόν.
Αγνοώ εις ποίας άλλας ενεργείας προέβη εν τω μεταξύ ο Δαμασκηνός. Γεγονός είναι πάντως, ότι κατώρθωσε να εκθρονίση τον Χρύσανθον και να ανέλθη αυτός εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον. Αλλά τύποις μόνον. Διότι είχε λησμονήσει τον κατακτητήν, ο οποίος είχε κηρυχθή υπέρ του Χρυσάνθου και είχεν αποστείλει ευνοϊκήν δι’ αυτόν έκθεσιν εις το Βερολίνον.
Τότε με ενεθυμήθη διά δευτέραν φοράν ο Δαμασκηνός και με εκάλεσεν επειγόντως εις την οδόν Οινόης αριθ. 3, όπου εφιλοξενείτο παρά τω κοινώ φίλω και μακαρίτη Προκοπίω Καλλιοντζή.
Μόλις και μετά βίας τον ανεγνώρισα. Η μακρά κάθειρξις, αλλά προ πάντων η άρνησις των Γερμανών να τον αναγνωρίσουν, είχον παραλύσει το ηθικόν του. Εφαίνετο πραγματικώς ανθρώπινον ράκος. Με εξώρκισε με φωνήν η οποία εφανέρωνεν όλην την απογοήτευσιν που τον κατείχε, όπως προσπαθήσω να μεταπείσω τους Γερμανούς διπλωμάτας και διαθέσω αυτούς ευνοϊκώς προς αυτόν. Του απήντησα ότι θα το ήθελα πολύ, αλλ’ ότι δυσκολεύομαι να ανέλθω την κλίμακα της πρεσβείας. Μου απήντησεν: «Είσαι ο μόνος που ημπορείς να βοηθήσης» και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα θελήσω να συναντήσω εις την αποκατάστασίν του.
Ηναγκάσθην λοιπόν να ανέλθω και πάλιν την κλίμακα της πρεσβείας, όπου προέβην εις τα αναγκαία διαβήματα. Η πρεσβεία όμως μου εξέφρασε την έκπληξίν της διά την παρέμβασίν μου υπέρ του Δαμασκηνού και μου υπέδειξεν ότι καλόν θα ήτο να μη απασχολώ την γερμανικήν διπλωματίαν με διαβήματα υπέρ γνωστών αγγλοφίλων, ως ο Δαμασκηνός.
Διεβεβαίωσα τον κ. Γκραίβενιτς ότι όλοι οι Έλληνες είναι πλέον αγγλόφιλοι και κατ’ ακολουθίαν και ο Χρύσανθος. Άρα, η αγγλόφιλος ιδιότης του Δαμασκηνού δεν ήτο επιχείρημα κατ’ αυτού αποκλειστικώς.
Ανεκοίνωσα εις τον Δαμασκηνόν τα διαμειφθέντα και ενόμισα ότι το ζήτημα είχε λήξει. Ο Δαμασκηνός όμως δεν ήτο εκ των ανθρώπων, οι οποίοι παραιτούνται του αγώνος μετά την πρώτην κατ’ αυτών τροπήν. Ο τότε πρωτοσύγκελλός του και νυν Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος επήγαινε και ήρχετο, κάποτε μάλιστα και δις και τρις της ημέρας, όπως κινηθώ προς επανάληψιν των προσπαθειών μου παρά τοις Γερμανοίς. Έως ότου οι άνθρωποι έχασαν την υπομονήν των. Εις αυτό υπελόγιζε προφανώς ο Δαμασκηνός, χωρίς φυσικά να λογαριάζη και την ιδικήν μου θέσιν. Και όταν χάση κανείς την υπομονήν του αποφασίζει να ξεφορτωθή κατά ένα τρόπον τον οχληρόν απαιτητήν. Μου είπαν λοιπόν: «Κύριε, ημείς δεν ημπορούμεν να υπαναχωρήσωμεν. Υπεβάλαμεν εξ αρχής την γνώμην μας επί του αρχιεπισκοπικού ζητήματος εις το Βερολίνον. Εσείς ισχυρίζεσθε ότι κανονικώς εκλεγείς αρχιεπίσκοπος είναι ο φίλος σας Δαμασκηνός. Καθήσετε λοιπόν και συντάξατε μίαν εμπεριστατωμένην έκθεσιν και αποδείξατέ μας ότι τα πράγματα είναι όπως τα λέτε. Ημείς θα την στείλωμεν εις το Βερολίνον και ό,τι αποφασίση αυτό, αυτό και θα γίνη».
Προσέτρεξα λοιπόν εις τον Δ. Πετρακάκον, καθηγητήν του εκκλησιαστικού δικαίου, φίλον τότε ακόμη του Δαμασκηνού και σύμβουλόν του, συνεβουλεύθην το σχετικόν προς την κανονικότητα της εκλογής του αρχιεπισκόπου βιβλίον του και μεταβληθείς διά μίαν νύκτα εις κανονολόγον συνέταξα την αιτηθείσαν υπό της πρεσβείας έκθεσιν, η οποία απεστάλη επειγόντως εις Βερολίνον.
Δεν ενθυμούμαι πλέον μετά πόσας ημέρας ελήφθη η απάντησις. Σημασίαν έχει ότι αύτη ήτο ευνοϊκή. Ούτω ο δρόμος προς τον θρόνον των Αθηνών έμενε πλέον ελεύθερος και ο Δαμασκηνός ανελάμβανε το ύπατον εκκλησιαστικόν αξίωμα, το οποίον απετέλεσε δι’ αυτόν τον πρώτον και αναγκαίον σταθμόν προς την αντιβασιλείαν, προς την οποίαν έστρεψεν ενωρίς τα βλέμματα, όπως θα ίδωμεν κατωτέρω.
Ο χωρίς τον ελάχιστον δισταγμόν κυρώσας διά της υπογραφής του τον εκτρωματικόν νόμον περί δοσιλογίας, ανήλθεν εις τον θρόνον ελέω Γερμανών και εξετόπισε διά του κατακτητού τον προκάτοχόν του. Εγώ εχρησίμευσα ως όργανόν του. Αισθάνομαι διά τούτο την ανάγκην να απολογηθώ, εκθέτων τους λόγους διά τους οποίους συγκατετέθην να βοηθήσω τον Δαμασκηνόν όπως αποκατασταθή εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον.
Μεταξύ αυτού και του Χρυσάνθου υπήρχε μία διαφορά. Ο δεύτερος, ασυγκρίτως ανώτερος εκείνου εις μόρφωσιν και εκκλησιαστικόν ήθος, ηκολούθησεν ευθύς από της ενθρονίσεώς του γραμμήν υπεράγαν συντηρητικήν. Ενεκολπώθη τα μάλλον οπισθοδρομικά στοιχεία της Εκκλησίας, επέστρεψεν εις μεσαιωνικά έθιμα, κατέστησεν απρόσιτον εαυτόν, προς απογοήτευσιν και αυτών των φίλων του μεταξύ των θεολογικών και εκκλησιαστικών κύκλων.
Θεολογία και Εκκλησία ήρχισαν να διαβλέπουν τους κινδύνους, τους οποίους ενείχεν η χαραχθείσα υπό του Χρυσάνθου κατεύθυνσις η οποία ηπείλει να ανατρέψη όλην την φιλελευθέραν παράδοσιν εκατόν και πλέον ετών.
Τουναντίον ο Δαμασκηνός είχε ελευθερωτέρας αντιλήψεις, γέννημα και θρέμμα της Εκκλησίας της ελευθέρας Ελλάδος. Ήτο λοιπόν φυσικόν να συμπαθούν προς τον Δαμασκηνόν οι εκπροσωπούντες την φιλελευθέραν γραμμήν εις την Εκκλησίαν και την Θεολογίαν, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγομαι και εγώ. Έπειτα επίστευον και πιστεύω ώς τώρα ότι κανονικώς εκλεγείς αρχιεπίσκοπος μετά τον θάνατον του Χρυσοστόμου ήτο ο Δαμασκηνός. Τρίτον δεν συνεχώρουν και μαζί μου διαπρεπείς ιεράρχαι και του τέως οικουμενικού κλίματος, εις τον Χρύσανθον ότι ηνέχθη την επέμβασιν της Πολιτείας προς ρύθμισιν των κατά την εκλογήν διά του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Εξ άλλου, αι δειναί περιστάσεις υπό τας οποίας ετέλει το Έθνος, απήτουν επί κεφαλής της Εκκλησίας άνδρα δραστήριον και διακρινόμενον διά την ευστροφίαν του. Τέλος η μακρά και έως τότε αδιατάρακτος φιλία η οποία με συνέδεε με τον δυνατόν αυτόν άνθρωπον, επέβαλλεν εις εμέ την υποχρέωσιν να ανταποκριθώ εις τας μέχρι φορτικότητος επαναλαμβανομένας εκκλήσεις του...».

[7] Για το θέμα της γερμανικής μεθόδευσης να επηρεάσει την Ελληνική Ορθοδοξία θα ασχοληθούμε σε άλλο πιο εξειδικευμένο σημείο, καθώς σε άλλη χρονική φάση θα χρησιμοποιηθεί ο καθηγητής Γκέοργκ Σταντμύλλερ για να επιχειρήσει μια σημαντική για τους Γερμανούς αποστολή: τον επηρεασμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου εναντίον του Πατριαρχείου της Ρωσίας. Ο Σταντμύλλερ, σημειωτέον, επρόκειτο να σταλεί κατά τις παραμονές της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα στο Κάιρο για να διαπραγματευθεί θέματα σχετικά, με εντολή του στρατηγού Φέλμυ.

[8] Περί του ακριβούς ρόλου του καθηγητή του Πανεπιστημίου Μονάχου Φραντς Νταίλγκερ, ο οποίος με τον βαθμό του λοχαγού συμμετείχε στη μία από τις ειδικές αποστολές της Οργάνωσης Ρόζενμπεργκ που είχαν σταλεί στην Ελλάδα, γίνεται μνεία αλλού. Για την επίτευξη των στόχων της αποστολής αυτής, η οποία ήταν διαφορετική εκείνης που έδρασε υπό τον Κύνσμπεργκ, ο Νταίλγκερ συνεργάσθηκε με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Λειψίας Άντον Ντάιντλ, ιεραρχικά προϊστάμενό του στην Οργάνωση Ρόζενμπεργκ. Και οι δύο καθηγητές αναμίχθηκαν παρασκηνιακά στην ανάδειξη του Δαμασκηνού ως Αρχιεπισκόπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Translate this page