Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

Παν. Ήφαιστος: Ευρώπη πολλών ταχυτήτων - Παιγνίδια με τη φωτιά - Ανοίγει το κουτί της Πανδώρας;

Παν. Ήφαιστος: Ευρώπη πολλών ταχυτήτων - Παιγνίδια με τη φωτιά - Ανοίγει το κουτί της Πανδώρας;


Οι συζητήσεις των για μια «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» ενδέχεται να φέρουν το οριστικό τέλος για την ΟΝΕ αλλά και για την ΕΕ στο σύνολό της. Το γεγονός ότι συζητείται «επισήμως» ή σε παρασυναγωγές μεγάλων κυρίως κρατών είναι ισχυρή ένδειξη ότι κάτι δεν πάει  καλά στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας. [something is rotten in the state of Danmark: Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Άμλετ].
Είναι πολιτικά επικίνδυνο εάν άτομα που κατέχουν θέσεις ευθύνης αλλά και οι πολίτες δεν γνωρίζουν ότι κάτω από τις ιδεαλιστικές διακηρύξεις το εγχείρημα της ΕΕ ήταν και συνεχίζει να είναι εξαιρετικά εύθραυστο και αμφίπλευρα κινούμενο. Ουσιαστικά μονίμως σχοινοβατούσε πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Το γεγονός ότι με σπασμωδικές κινήσεις κράτη-άσπονδοι φίλοι κινούνται προς ουσιαστική διάσπαση του εγχειρήματος υποδηλώνει το πόσο ανησυχητικές είναι οι υποβόσκουσες αντιθέσεις και τα ανυπέρβλητα προβλήματα.
Με τις σεισμικές πλάκες σε έντονη διέγερση λόγω νέων Αμερικανικών στρατηγικών προσανατολισμών, θανατηφόρων πληγμάτων λόγω ΟΝΕ κατά πολλών κρατών μελών, προσφυγικού προβλήματος, αστάθειας στις εγγύς περιφέρειες και μεγάλων στρατηγικών ανακατατάξεων στο πλανητικό επίπεδο, οι παρασυναγωγές μερικών μεγάλων κρατών για να στηθούν πολλές ταχύτητες και ιεραρχήσεις ισχύος θυμίζει α) την ρήση «τα παιδία παίζει» και β) το γεγονός που από καιρό πολλοί επισημάνουν για το έλλειμμα στρατηγικής σκέψης στην Ευρώπη. Αντί τουλάχιστον έστω και καθυστερημένα –έπρεπε να γίνει αρχές του 1990– να γίνει μια μεγάλη Διάσκεψη για να συζητηθούν εις βάθος τα μεγάλα στρατηγικά και πολιτικοοικονομικά ζητήματα της μεταψυχροπολεμικής εποχής ηγέτες ολοφάνερα πολύ μικρού πολιτικού αναστήματος ροκανίζουν τα κλαριά πάνω στα οποία επισφαλώς κάθονται, αυτοί και τα κράτη τους.
Για την Ελλάδα αυτές οι εξελίξεις είναι εξαιρετικά μεγάλης σημασίας, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός λόγος –μερικά οικονομικά μέτρα πριν την κρίση ή μόλις διαφάνηκε το 2009-10 θα οδηγούσαν σε πολιτικοοικονομικό ορθολογισμό– εγχώριες ανίκανες «ηγεσίες» οδήγησαν την χώρα στην άβυσσο ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων. Αυτή η πολιτικοοικονομική καταβύθιση της Ελλάδας ενδέχεται να οδηγήσει σε μεγάλα αδιέξοδα και μεγάλους κινδύνους εάν όπως φαίνεται η διαδικασία ολοκλήρωσης οδηγηθεί σε κατακερματισμό, αναίρεση των νομιμοποιητικών της θεμελίων και ενίσχυση των ήδη πανίσχυρων φυγόκεντρων τάσεων.
Για να καταλάβουμε το πόσο σημαντικές είναι οι εξελίξεις απαιτείται να γίνει κατανοητό τι είναι αυτό που οι πολιτικές ηγεσίες της Ελλάδας και πολλοί επιστημονικοί φορείς δεν γνώριζαν. Ότι δηλαδή η ΕΕ δεν ήταν ένα ανθόσπαρτο πεδίο. Ήταν πάντα επισφαλές εγχείρημα και μετά το 1990 κινείται μέσα σε στρατηγικό και πολιτικό ναρκοπέδιο. Λόγω πολλών παθημάτων μιας χώρας, της Ελλάδας, που καθόταν πάνω σε ένα βουνό ψευδαισθήσεων και αφελών διεθνιστικών δογμάτων, κανείς θα ανέμενε πως πολιτικοί και επιστημονικοί φορείς αλλά και οι πολίτες θα φρόντιζαν να μάθουν το Α, Β, Γ … Ω κάποιων πραγμάτων. Να το κάνουμε σαφές: Πολλές συμφορές που μας πλήττουν  οφείλονται σε μεγάλο έλλειμμα στοιχειώδους γνώσης. Άγνοιας του Αλφαβηταρίού της διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ένα περιβάλλον το οποίο είναι πλημμυρισμένο με διεθνισμούς και παγκοσμιόπληκτα ιδεολογήματα και θεωρήματα, δεν προσφέρεται για σοβαρή σκέψη, για διάβασμα που προσφέρει αληθινή γνώση και για υιοθέτηση υπεύθυνων και ορθολογιστικών στάσεων, θέσεων και αποφάσεων. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το κράτος και η φιλοπατρία δεν μπορούν να είναι θέσφατα η δε κρατική ισχύς δεν θεωρείται προϋπόθεση ευημερίας, ασφάλειας και επιβίωσης. Στουρνάρια και κράχτες ιδεολογημάτων και θεωρημάτων, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα, δεν θα μπορούσαν να δουν ότι η άκαιρη και άσκοπη ένταξη στην ΟΝΕ πριν γίνουμε ανταγωνιστικοί θα ήταν θανατηφόρα. Εάν δεν μάθουμε, έστω και την ύστατη στιγμή,  να σκεπτόμαστε και να λειτουργούμε πολιτικοοικονομικά και στρατηγικά ορθολογιστικά το μέλλον είναι δυσοίωνο.
Για να σταθούμε λίγο ακόμη στην Ελλάδα, μετά από πολλά παθήματα απαιτείται εν τέλει να γίνει κατανοητό ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ποτέ δεν ήταν γραμμικό και μονοσήμαντο. Γραμμική και μονοσήμαντη ήταν η κυρίαρχη αντίληψη στην Ελλάδα εξ ου και η αλληλουχία φρικτών λαθών.
Το εγχείρημα της ολοκλήρωσης υποκινήθηκε από συγκεκριμένους λόγους, κυρίως τον φόβο νέου πολέμου μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι καταστροφές των δύο πολέμων, η συρρίκνωση της ισχύος των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που έφερε το τέλος της αποικιοκρατίας, η ανάδυση δύο υπερδυνάμεων με μεγάλες οικονομίες, η απειλή της ΕΣΣΔ την οποία ο Στάλιν δεν έκρυβε και τα διλήμματα ασφαλείας για την έκρηξη νέων ενδό-Ευρωπαϊκών πολέμων, καθώς και άλλα συναφή και συμπαρομαρτούντα, ήταν όλα γεγονότα και εξελίξεις που συνηγορούσαν για κάποιου είδους συνεργασία στην Δυτική Ευρώπη.
Τέσσερις ήταν οι κύριες προσεγγίσεις. Οι τρεις συγγενείς ιδεαλιστικές/θεσμικές/οικονομιστικές προσεγγίσεις, δηλαδή ο φεντεραλισμός, ο λειτουργισμός και ο νεολειτουργισμός. Η τέταρτη, απέναντί τους, η διακυβερνητική προσέγγιση την οποία ενσάρκωσε με αναλύσεις και πολιτικά εμπράγματα ο Πρόεδρος Ντε Γκολ.
Παρά την παρωχημένη προσδοκία των 3 πρώτων ότι μέσα από ελιτιστικά προσδιορισμένους θεσμούς θα κατασκευαστεί μια υπερεθνική οικονομική ανθρωπολογία ως επαρκής προϋπόθεση πολιτικής ένωσης, το 1957 άρχισε μια διαδικασία αποκλειστικά οικονομικής συνεργασίας με δημιουργία ενιαίου δασμολογίου, τελωνειακής ένωσης και κοινής αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η οικονομική ολοκλήρωση όπως εξελίχθηκε δεν θα ήταν εφικτή εάν οι ΗΠΑ μετά το δόγμα Τρούμαν και την δημιουργία της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν κάλυπτε στρατηγικά την Ευρώπη. Ακολούθησαν οι συμφωνίες του 1954-55 που κυριολεκτικά έδεσαν χειροπόδαρα το δυτικό γερμανικό κράτος της μεταπολεμικά διαιρεμένης Γερμανίας και η Διάσκεψη της Μεσσήνης και οι Συνθήκες του 1957 που δρομολόγησαν ένα αμιγώς οικονομικό εγχείρημα προικισμένο με συντονιστικούς υπερεθνικούς θεσμούς.
Το εγχείρημα μέσα στο Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο εξελίχθηκε σε ένα μεγάλο πεδίο οικονομικής συνεργασίας και συγκρότησης ενός δικαιακού συστήματος ρύθμισής του (του «κοινοτικού κεκτημένου» ή acquis communautaire). Εκολάφθηκε και διαμορφώθηκε, επαναλαμβάνεται και υπογραμμίζεται, μέσα στο Αμερικανικό στρατηγικό θερμοκήπιο. Η αμερικανική παρουσία δεν απέτρεπε μόνο την Σοβιετική απειλή αλλά επιπλέον κατεύναζε και σταθεροποιούσε τα στρατηγικά προβλήματα της Ευρώπης, ιδιαίτερα το «Γερμανικό ζήτημα» (βλ. στο τέλος παράθεση των θεωρήσεων του Josef Joffe).
Κανείς δεν κατανοεί τι συνέβη και πόσο μεγάλο λάθος ήταν το άλμα στο κενό του 1992 με την ΟΝΕ, εάν δεν κατανοήσει ότι το 1990 ο κόσμος εισήλθε σε μια μακρά μετάβαση που οδηγούσε στο αναδυόμενο πολυπολικό διεθνές σύστημα. Αντί περισυλλογής και με την στρατηγική των ΗΠΑ σε πλήρη εξέλιξη, το εγχείρημα της ΟΝΕ αποτέλεσε ένα άλμα μέσα στο ναρκοπέδιο της υψηλής πολιτικής. Οι προϋποθέσεις για κοινωνική και πολιτική ολοκλήρωση, όμως, δεν υπήρχαν, κάτι που δύο δεκαετίες μετά είναι ορατό από όλους. Μια πολιτική ένωση απαιτεί Πολιτικό και Κοινωνικό γεγονός. Απαιτεί Ευρωπαϊκό έθνος, ευρωπαϊκό κοινωνικοπολιτικό σύστημα και ευρωπαϊκή πολιτική δικαιοσύνη. Όλα δηλαδή παντελώς ανέφικτα. Μολαταύτα, το άλμα στο κενό της ΟΝΕ έγινε.

Οι τάσεις μετά το 1990 καταμαρτυρούσαν, επίσης, ότι αργά ή γρήγορα θα είχαμε μετακίνηση του στρατηγικού κέντρου βάρους των ΗΠΑ λόγω μεγάλων και διαρκών πλανητικών ανακατανομών ισχύος.
Ο πρόεδρος Τραμπ και οι διακηρύξεις του προς την κατεύθυνση επαναπροσδιορισμού των στρατηγικών προσανατολισμών δεν είναι έκπληξη ή κεραυνός εν αιθρία. Το έβλεπαν ήδη από το 1990 όσοι δεν τυφλώθηκαν από την νηπιακών προδιαγραφών ιδεαλιστική ρητορική.
Αυτές τις ολοφάνερες τάσεις δεν τις πρόσεξαν πολλοί Ευρωπαίοι ηγέτες οι οποίοι εξ αντικειμένου αποτελούσαν μικρογραφία προγενέστερων ηγετικών μορφών της αμέσως μετά τον πόλεμο περιόδου. Το διεθνές σύστημα ήταν τότε, συνεχίζει να είναι άναρχο (βλ. παρεμβαλλόμενο πίνακα). Αυτή η εγγενής αναρχία με οτιδήποτε αυτό σημαίνει αφορά και την Ευρώπη (βλ. την θέση-σταθμός του Hedley Bull στο τέλος για τον χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το φαινόμενο του πολέμου ως τάση που υποβόσκει παρόμοια με κάθε άλλο διακρατικό πεδίο).
Αυτό το έλλειμμα στρατηγικής σκέψης δεν είναι τυχαίο ούτε αποτελεί μυστήριο: Κάτω από αμερικανική στρατηγική κάλυψη, όλοι ασχολούνταν με την ελευθέρα κυκλοφορία των καταναλωτικών προϊόντων τους διοικητικούς μηχανισμούς στα πεδία της «χαμηλής πολιτικής» και τις νομικές ρυθμίσεις. Τα στρατηγικά αφέθηκαν στις ΗΠΑ. Ακόμη και Ακαδημαϊκές έδρες στα πεδία της στρατηγικής δεν δίνονταν (ο υποφαινόμενος την δεκαετία του 1990 παρά την διεθνή βιβλιογραφική παρουσία στα πεδία της στρατηγικής και της διπλωματίας έδωσε αγώνα για μια τέτοια έδρα Jean Monnet την οποία τελικά πήρε). Το αποτέλεσμα ήταν να ατροφήσει η στρατηγική σκέψη στην Ευρώπη και η στρατηγική ανάλυση και αποφάσεις να μετατοπιστούν στις ΗΠΑ. Αυτό εν πολλοίς ισχύει μέχρι σήμερα.
Συνεχίζοντας την συντομογραφική αναφορά σε αξονικά ζητήματα που θα διαταραχθούν εκ βάθρων εάν τελικά το εγχείρημα της ολοκλήρωσης οδηγηθεί σε πολλές ταχύτητες –στην πράξη βέβαια μετά το 1992 λόγω ΟΝΕ και περισσότερο μετά την κρίση οι διαφορετικές ταχύτητες και οι ιεραρχήσεις ισχύος αποτελούν γεγονός– υπογραμμίζεται ότι η στρατηγική παράμετρος και η Αμερικανική στρατηγική κάλυψη είναι η μια όψη του νομίσματος.
Η άλλη  ονομάζεται πρόεδρος Ντε Γκολ. Συνοπτικά γιατί είναι ζητήματα που αναλύθηκαν σε εκτενέστερα κείμενα, ο Ντε Γκολ το 1966 επέβαλε τον «Συμβιβασμό του Λουξεμβούργου». Δηλαδή, ανεξαρτήτως τι λένε οι Συνθήκες για ψηφοφορίες κτλ, «να συζητούν μέχρι να συμφωνήσουν», δηλαδή ομόφωνες αποφάσεις. Αυτό οδήγησε σε μια κατάσταση που υπό τις περιστάσεις των δεκαετιών 1960-1980 παράλληλα με την Αμερικανική στρατηγική κάλυψη συγκροτήθηκε ένα ιδιόρρυθμο σύστημα.
Πρώτον, όλες οι αποφάσεις εφεξής ήταν ομόφωνες-συναινετικές. Αυτό γράψαμε στο παρελθόν, έστω και υπό τις ιδιόρρυθμες στρατηγικές συνθήκες που προαναφέραμε εξελίχθηκε ως η «κοσμοθεωρία της ΕΕ» (http://www.ifestosedu.gr/11EUkosmotheoria.htm).
Τουτέστιν, όχι μόνο ισοτιμία αλλά και ισότητα ανεξαρτήτως μεγέθους και ισχύος των μελών. Οι αποφάσεις ήταν πιο αργές και βασανιστικές αλλά εμπεδωμένες και αποδεκτές. Ταυτόχρονα, είχαμε μια ακόμη εξέλιξη, δηλαδή την έναρξη των Διακυβερνητικών Διασκέψεων και άλλων συναντήσεων αρχής γενομένης με το Συμβούλιο Αρχηγών.
Τα διακυβερνητικά όργανα  ενισχύθηκαν και τα υπερεθνικά όργανα είχαν μεν δυνατότητα πρωτοβουλιών πλην κατά βάση ήταν εντολοδόχοι των διακυβερνητικών οργάνων.
Ενώ δηλαδή λειτουργικά η οικονομική ολοκλήρωση προχωρούσε ο διακυβερνητισμός υπερίσχυε. Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα διέθετε ένα ιδιόμορφο σύστημα περιφερειακής συνεργασίας πλην κατά βάση διατηρούσε όλες τις ιδιότητες ενός διακρατικού συστήματος (βλ. Hedley Bull στο τέλος)
Η Εθνική Ανεξαρτησία, η κρατική κυριαρχία, οι εθνικές πολιτικές παραδόσεις, οι πολιτισμοί και τα συστήματα εθνικής διανεμητικής δικαιοσύνης ενισχύθηκαν. Δηλαδή είχαμε τόσο οικονομική αλληλεξάρτηση όσο διακυβερνητική υπερίσχυση, υπό συνθήκες όμως συναινετικών αποφάσεων που εμπέδωναν την ισοτιμία ή ακόμη και την ισότητα. Σίγουρα αυτή η δομή όπως είχε εξελιχθεί μετά το 1966 ήταν το πλέον εμπεδωμένο αντί-ηγεμονικό σύστημα της σύγχρονης εποχής. Αυτός ήταν βασικά ο κύριος συνεκτικός και νομιμοποιητικός ιστός του εγχειρήματος της ολοκλήρωσης επί δεκαετίες και αυτός είναι που δυναμιτίζεται με τα σχέδια για πολλές ταχύτητες και ιεραρχήσεις ισχύος.
Δεύτερον, το όλο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συνοψίζω, σχοινοβατούσε ταυτόχρονα πάνω σε πολλά σχοινιά: Σχοινιά στρατηγικά στο επίπεδο της Ατλαντικής Συμμαχίας, σχοινιά υπερεθνικότητας / διακυβερνητισμού στο επίπεδο των Ευρωπαϊκών θεσμών, σχοινιά διεθνιστικής ιδεαλιστικής ρητορικής και εθνικών κοσμοθεωριών και σχοινιά κοινωνικών ισορροπιών ανάλογα με το πώς επενεργούσαν οι συναινετικές / ομόφωνες αποφάσεις ή εάν αυτές καταστρατηγούνταν οδηγώντας σε εντάσεις. Ένωση ποτέ δεν υπήρξε.
Αυτό που είχαμε ήταν μια ρευστή και εύπλαστη ενοποιητική διαδικασία υπό συνθήκες διακυβερνητικών αποφάσεων και όχι κάποια Ένωση όπως πολλές ιδεαλιστικές διακηρύξεις άφηναν να εννοηθεί. Βέβαια, για αποφυγή κάθε παρανόησης, το κεκτημένο της οικονομικής συνεργασίας ήταν και συνεχίζει να είναι πολύ σημαντικό, εξ ου και ένα σημαντικό επιχείρημα μετά το 1990 ήταν ότι πρώτιστο μέλημα για την Ευρώπη όχι να κάνει άλματα (στο κενό) αλλά να διασφαλίσει το κεκτημένο αυτό.
Τρίτον, αρχές της δεκαετίας του 1970 κυρίως γύρω από την «έκθεση Tindemans» έγιναν αντίστοιχες με τις σημερινές σκέψεις για μια «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων». Οι σκέψεις αυτές συζητήθηκαν εκτεταμένα και εγκαταλείφθηκαν τάχιστα και αιτιολογημένα.
Αυτό γιατί ένα εγχείρημα που παραφουσκώθηκε εξαρχής με ιδεαλιστικές διακηρύξεις μια ιεράρχηση στην βάση ισχύος αφενός θα αποδυνάμωνε την προαναφερθείσα κοσμοθεωρία των συναινετικών αποφάσεων που λειτουργούσε συνεκτικά και αφετέρου θα οδηγούσε σε εντάσεις τόσο μεταξύ των ισχυρών κρατών-μελών όσο και μεταξύ των ισχυρών και των λιγότερο ισχυρών κρατών.
Αποφάσισαν, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε τότε, να μην παίξουν με την φωτιά καθότι τέτοια βήματα θα διασπούσαν το εγχείρημα πνευματικά, πολιτικά και οικονομικά.
Ουσιαστικά, μπροστά σε αυτά τα μεγάλα διλήμματα τα κράτη-μέλη επαναπαύθηκαν στην πολυτέλεια της Αμερικανικής στρατηγικής κάλυψης και περιορίστηκαν σε ένα αυστηρά διακυβερνητικό συντονισμό στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής. Και αυτό, πάλι, υπό Αμερικανική εποπτεία (συμφωνία Gymnich 1974).
Στα οικονομικά και θεσμικά πεδία μέχρι και το 1990 επικράτησε το «καλύτερα σιγά παρά γρήγορα και επικίνδυνα». Τελικά βέβαια, η κοσμοθεωρία της ισοτιμίας εμπεδώθηκε και εδραιώθηκε και αυτό που διακυβεύεται μετά το 1992 και εντονότερα σήμερα είναι κατά πόσο πλήττεται οπότε το μέλλον του κοινοτικού εγχειρήματος είναι εξαιρετικά αβέβαιο.
Τέταρτον, αυτές οι ούτως ή άλλος σχοινοβασίες όπως είναι αναμενόμενο βρέθηκαν σε αναταράξεις το 1989-92 όταν εν μέσω καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων λόγω τέλους του Ψυχρού Πολέμου, της Αμερικανικής Νέας Τάξης, της Γερμανικής επανένωσης και των κρίσεων στις περιφέρειες, οδήγησαν ακόμη και σε στρατιωτικές προετοιμασίες στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Συντομεύουμε λέγοντας ότι αφενός οι ΗΠΑ την δεκαετία του 1990 διαιώνισαν προσωρινά την στρατηγική παρουσία με αντάλλαγμα οι Ευρωπαίοι να τους «βοηθούν» στις «επεμβάσεις» για τα «ανθρώπινα» δικαιώματα. Επιπλέον, οι Γάλλοι, σπασμωδικά και απελπισμένα, το 1991 δέχθηκαν το τετελεσμένο της Γερμανικής επανένωσης με όρο την δημιουργία της ΟΝΕ.
Πέμπτο, όλα αυτά που έλαβαν χώρα αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε στρατηγικό και πολιτικοοικονομικό ανορθολογισμό που υπονόμευαν τα κεκτημένα στα οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω.
Υπενθυμίζουμε ότι οι Γάλλοι επί δεκαετίες αξίωναν Ευρωπαϊκή νομισματική επιτροπή για να ελέγχει την Κεντρική Τράπεζα της οικονομικά πανίσχυρης Γερμανίας. Αντί αυτού οι ιδεαλιστικές απογειώσεις των Ντε Λορ και άλλων οδήγησαν στην … Ένωση. Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
Χαρακτηριστικά ο τότε Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών αποχώρησε λέγοντας: ονομάστε την όπως θέλετε «ένωση» δεν θα είναι και το ΗΒ δεν συμμετείχε στην ΟΝΕ.
Καταλήγοντας επισημαίνουμε ότι μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αντί μιας μεγάλης Διάσκεψης για να μιλήσουν στρατηγικά, τα κράτη της Ευρώπης έκτιζαν τον ένα πύργο μετά τον άλλο πάνω στην κινούμενη στρατηγική άμμο της μεταψυχροπολεμικής περιόδου.
Ήδη τέλος της δεκαετίας του 1990 οι πρωτεργάτες της ΟΝΕ έλεγαν ότι απέτυχε πλην τα στουρνάρια!! στην Αθήνα (δικαιολογούνται αυτά τα σκληρά υπονοούμενα λόγω των φρικτών και θανατηφόρων πληγμάτων κατά της Ελληνικής κοινωνίας), αγράμματα και πελατειακά περιπλεγμένα όπως ήταν, συν πολύ απασχολημένοι με παρελάσεις πάνω σε κοινωνικοπολιτικές, τηλεοπτικές και επιστημονικές πασαρέλες, ουδέν άκουγαν.
Προκάλεσαν το μοιραίο: Επειδή για όποιον είχε μάτια μπορούσε να δει ότι η Ελλάδα «δεν θα αντέξει τον ανταγωνισμό, το «κλείδωμα» στην ΟΝΕ (αναμενόμενα αυτό) θα μετατραπεί σε φυλακή χωρίς δυνατότητα απόδρασης.» (ΟΝΕ: Ο μηχανισμός της καταστροφής και έγκαιρες προειδοποιήσεις http://wp.me/p3OlPy-CS). Όσοι βέβαια τολμούσαν να λένε αυτό που απορρέει από την στοιχειώδη γνώση του Αλφαβηταρίου, γίνονταν στόχος «δολοφονίας χαρακτήρα» από ετοιμοπόλεμους του παρακμασμένου πολιτικοοικονομικού και επικοινωνιακού συστήματος. Αυτό δεν εκπλήττει. Αυτό που εκπλήττει είναι ότι τα ίδια ισχύουν και μετά το 2010 ενώ ο καθείς πρέπει να γνωρίζει ποιοι είναι οι δράστες της συμφοράς.
Ολοκληρώνουμε λοιπόν λέγοντας πως το γεγονός ότι οι ηγέτες μεγάλων κρατών μιλούν για πολλές ταχύτητες είναι μείζον ζήτημα και προοίμιο πολλών άλλων εξελίξεων. Βασικά δυναμώνουν γνωστές φυγόκεντρες τάσεις και αποτελούν εξελίξεις που επιταχύνουν ριζικές αλλαγές στην Ευρώπη.
Ολοφάνερα η Ευρώπη μετασχηματίζεται ραγδαία προς την κατεύθυνση ιεράρχησης των πραγμάτων όχι στην βάση της επί μακρόν διακηρυγμένης κοινοτικής αλληλεγγύης, ισοτιμίας και ισότητας αλλά στην βάση κριτηρίων ισχύος. Όμως, όπως είπαμε άλλα κριτήρια και παράγοντες είναι που συγκροτούσαν και συγκρατούσαν το εγχείρημα.
Τα πράγματα όπως εξελίσσονται αποτελούν την λογική απόληξη καταστάσεων που δημιουργήθηκαν λόγω λανθασμένων αποφάσεων την δεκαετία του 1990.
Όμως, και για μια σειρά άλλων λόγων. Αφορούν την Αμερικανική στρατηγική η οποία υπό τον νέο πρόεδρο προσανατολίζεται διαφορετικά αναζητώντας νέες πλανητικές ισορροπίες. Επίσης την ωρίμανση της Γερμανικής ισχύος (την οποία ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί δεν ξέρουν πως θα διαχειριστούν) και την σχεδόν βεβαία μετάλλαξη ή τερματισμό της ΟΝΕ. Επιπρόσθετα, σχετίζονται με το μείζον ζήτημα των νέων στρατηγικών ελιγμών του Λονδίνου (Brexit το λένε αλλά δεν είναι κάτι πολύ ευρύτερο φέρνει) και ασφαλώς με την σταδιακή κίνηση προς νέες ισορροπίες με την Ρωσία, στις περιφέρειες και στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων πλανητικά.
Η Ευρώπη για κάθε ένα που έχει μάτια βλέπει ότι είναι πλέον ένα στρατηγικό και πολιτικό σκορποχώρι. Απλά η κίνηση προς την «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων» καταμαρτυρεί απίστευτη στρατηγική επιπολαιότητα, έλλειμμα στρατηγικής σκέψης και αβάστακτο πολιτικοοικονομικό ανορθολογισμό.
Πολλές ταχύτητες και ιεραρχήσεις ισχύος σημαίνουν επάνοδο στην λογική της άνισης ανάπτυξης εντός ενός πεδίου  κρατών διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ισχύος και διαφορετικών οικονομικών δυνατοτήτων. Σε ένα τέτοιο πεδίο μόνο ισορροπία δυνάμεων μπορεί να διασφαλίσει την σταθερότητα και η ανάπτυξη ανισοτήτων και ανισορροπιών οδηγεί μαθηματικά στην αστάθεια. Αυτό λέει η διακρατική εμπειρία και μάλιστα πρωτίστως η όχι και τόσο μακρινή Ευρωπαϊκή εμπειρία.
Οι πνευματικές, ψυχολογικές και υλικές συνιστώσες οι οποίες μαζί με την στρατηγική σταθερότητα που πρόσφεραν οι ΗΠΑ λειτουργούσαν συνεκτικά και νομιμοποιητικά, κυριολεκτικά θα τιναχθούν στον αέρα εάν το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αναδομηθεί, συγκροτηθεί και ιεραρχηθεί στην βάση των διαφορών, της ισχύος και των ηγεμονικών συμφερόντων.
Η λογική της άνισης ανάπτυξης, το κυριότερο δηλαδή δίλημμα πολέμου, θα εξαλείψει την «κοσμοθεωρία» της συνύπαρξης μέσα σε μια πολιτικοοικονομική δομή ισότιμων κρατών μελών τα οποία με την πρακτική των ομόφωνων/συναινετικών αποφάσεων μετά το 1966 εμπράγματα συναλλάσσονταν ως ίσα ανεξαρτήτως ισχύος.
Θεμελιώδη κριτήρια και παράγοντες της μεταπολεμικής δομής θα τεθούν υπό αίρεση ή θα παύσουν να ισχύουν με αποτέλεσμα να ανοιχθεί το κουτί της Πανδώρας των αιτιών πολέμου που πάντα υπέβοσκαν στα θεμέλια.
Κοινότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς
  • προσδοκίες για οικονομική αλληλεγγύη,
  • προυποθέσεις για σμίλευση κοινού μετώπου έναντι τρίτων στα οικονομικά πεδία,
  • πρακτικών διαφάνειας και προβλέψιμων συμπεριφορών που μειώνουν τον φόβο της (διακρατικής) πολιτικοοικονομικής εξαπάτησης,
  • προϋποθέσεις διακρατικής δημοκρατίας που διασφάλιζαν οι μετά το 1966 πρακτικές των ομόφωνων/συναινετικών αποφάσεων,
  • προϋποθέσεις απουσίας ηγεμονικών συμπεριφορών που οφείλονταν όπως είπαμε στις ομόφωνες/συναινετικές αποφάσεις μετά το 1966
  • προσδοκίες ότι δεν κινδυνεύει το επί δεκαετίες σταθεροποιημένο νομικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο συνεργασίας,
  • προϋποθέσεις που διασφαλίζουν τους εθνικούς πολιτισμούς, τις εθνικές ταυτότητες και την εθνική ανεξαρτησία των κρατών-μελών
  • προϋποθέσεις ίσων όρων σμίλευσης κοινών συμφερόντων και διαπραγμάτευσης στην βάση αυτή με τρίτους
  • προϋποθέσεις που θρέφουν εμπράγματα το αίσθημα των μελών ότι η συμμετοχή τους στην Κοινότητα τα ενδυναμώνει και τα καθιστά ανταγωνιστικά στην ανελέητα ανταγωνιστική διεθνή πολιτική.

Πολλές θεσμικές, πολιτικές, οικονομικές και άλλες ταχύτητες τινάζουν όλες αυτές και άλλες συναφείς προϋποθέσεις που συγκροτούσαν μια κάποια «Ευρωπαϊκή ιδέα» που συνηγορούσε με την άποψη πως η συμμετοχή στην Κοινότητα ενισχύει, διασφαλίζει και διαφυλάττει μια θεσμική και πολιτικοοικονομική δομή συνεργασίας. Μείζον, αξονικό και κεντρικό, επαναλαμβάνεται ξανά, είναι η κοινοτική μέθοδος νοούμενη ως συναινετικές/ομόφωνες αποφάσεις μέσα σε μια δομή όπου υπάρχουν υπερεθνικοί θεσμοί πλην είναι ουσιαστικά εντολοδόχοι και όπου απουσιάζουν ιεραρχήσεις με όρους ισχύος και δη ηγεμονικής.
Ολοκληρώνουμε υπογραμμίζοντας: Πολλές ταχύτητες στην βάση ιεραρχήσεων ισχύος σημαίνει ηγεμονισμό, ηγεμονισμός και κοινοτισμός είναι έννοιες ασυμβίβαστες και δολοφονούν τον δεύτερο, στην προκειμένη περίπτωση το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα επανέρχεται στις πρακτικές της ισορροπίας δυνάμεων και των συνεχών εξισορροπήσεων τις οποίες το εγχείρημα της ολοκλήρωσης είχε ως κύριο σκοπό να τερματίσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Translate this page